Η θεολογική θεμελίωση τής Ιεράς Εξετάσεως

Ιερά Εξέταση[Μετάφραση των συνοπτικών αλλά πολύ περιεκτικών σελίδων 519-537, περί της θεολογικής και δογ­ματικής θεμελιώσεως της Ιεράς Εξετάσεως και μιας σύντομης αλλά πολύ κατατοπιστικής ιστο­ρικής διαδρομής της, του εξαι­ρε­τι­κού ερευνητικού συγγράμματος: History of the Christian Religion to the Year Two Hundred (Ιστορία της Χριστιανικής Θρησκείας μέχρι το Έτος 200), by Charles B. Waite, A. M., Fifth Edition – Revised. Chicago, 1900.

Ο μεταφραστής προσέθεσε μερικές επιπλέον ση­μει­ώσεις, πληροφορίες και αναφορές εντός του κειμένου της μετάφρασης και έναν μικρό επίλογο. Όλες οι προσ­θήκες του μεταφραστή συγγραφέως έχουν τεθεί εντός [ ] ορθογωνίων αγκυλών.

Διαβάστε επίσης: «Περί ορθοδόξου και βυζαντινής Ιεράς Εξετάσεως»]

ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΣ

Ο Πέτρος, σύμφωνα με την αφήγηση των Πράξεων των Αποστόλων 5: 1-11, χτύπησε και έριξε νεκρούς τον Ανανία και τη [σύζυγό του] Σαπφείρα επειδή εψεύ­σθησαν και παρα­κράτησαν μέρος από το αντίτιμο του κτήματος που επώλησαν.

[«Ανήρ δε τις Ανανίας ονόματι συν Σαπφείρη τη γυναικί αυτού επώλησε κτή­μα και ενοσφίσατο από της τιμής, συνειδυίας και της γυναικός αυτού, και ενέγκας μέ­ρος τι παρά τους πόδας των αποστόλων έθηκεν. είπε δε Πέτρος· Ανανία, διατί επλή­ρωσεν ο σατανάς την καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε το Πνεύ­μα το Άγιον και νοσφί­σα­σθαι από της τιμής του χωρίου; ουχί μένον σοι έμενε και πραθέν εν τη σή εξουσία υπήρχε; τι ότι έθου εν τη καρδία σου το πράγμα τούτο; ουκ εψεύσω ανθρώποις, αλλά τω Θεω. ακούων δε ο Ανανίας τους λό­γους τούτους πεσών εξέψυξε, και εγένετο φό­βος μέγας επί πάντας τους ακούοντας ταύτα. αναστάντες δε οι νεώτεροι συνέ­στει­λαν αυτόν και εξενέγ­καντες έθαψαν. Εγένετο δε ως ωρών τριών διάστημα και η γυνή αυτού, μη ει­δυία το γεγονός, εισήλθεν. απεκρίθη δε αυτη ο Πέτρος· ειπέ μοι, ει το­σούτου το χωρίον απέδοσθε; η δε είπε· ναί, τοσούτου. ο δε Πέτρος είπε προς αυτήν· τι ότι συνεφωνήθη υμίν πειράσαι το Πνεύμα Κυρίου; ιδού οι πόδες των θαψάν­των τον άν­δρα σου επί τη θύρα και εξοίσουσί σε. έπεσε δε παραχρήμα παρά τους πόδας αυτού και εξέψυξεν· εισελθόντες δε οι νεανίσκοι εύρον αυτήν νεκ­ράν, και εξενέγκαντες έθα­ψαν προς τον άνδρα αυτής. και εγένετο φόβος μέ­γας εφ’ όλην την εκκλησίαν και επί πάντας τους ακούοντας ταύτα.»]

Ο διδάκτωρ Doellinger, ένας εξέχων καθολικός θεολόγος, σχολιάζοντας αυ­τή την ενέργεια, λέγει:

«Όταν ο Ανανίας και η Σαπφείρα, διά της υποκρισίας και της φιλάργυρης προσπάθειάς των για απάτη, είχαν διαπράξει την πρώτη επίθεση κατά της εξουσίας των αποστόλων και της κηδεμονίας της εκκλησίας υπό του Αγίου Πνεύματος, ο Άγι­ος Πέτρος επέβαλλε τρομακτική τιμωρία επ’ αυτών.» ―[First Age of the Church, (Η Πρώτη Εποχή της Εκκλησίας), by John Ignatius Doellinger, D. D., 2d London Edi­ti­on, 1867, p. 44.].

[Εδώ δηλαδή, ο Δωρ θεολόγος Doellinger, όπως και κάθε λογικά σκεπτόμενος, ερμηνεύ­ει ότι ο Πέτρος επέβαλλε την τιμωρία και όχι το Άγιο Πνεύμα, όπως παραπ­λανητικά δηλώνει ο συγγραφέας του βιβλίου των Πράξεων, πράξη που θα αντίβαινε σε κάθε θεολογική έννοια αγάπης, συγχωρήσεως, στοργής, δευτέρας ευκαιρίας, κλπ.]

Ο Παύλος, πριν από την μεταστροφή του, καταδίωκε τους αποστόλους, και δημι­ουργούσε αναστάτωση μεταξύ των, και εισερχόταν σε κάθε σπίτι, σθεναρών αν­δρών και γυναικών και τους έσερνε στη φυλακή. Συνέχισε να αποπνέει φόβο και φό­νο εναντίον των αποστόλων μέχρι της μεταστροφής του, και μετά την μεταστροφή του η δι­ω­κτική του μανία μετατοπίστηκε κατά των αιρετικών εντός της εκκλησίας.

ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

[με συμπληρωματικές αναφορές απ’ όλη την Καινή Διαθήκη]

Η διά ΑΙΜΑΤΟΣ ΕΞΙΛΕΩΣΗ. ―Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το πως δύναται οιοσ­δή­ποτε να αρνηθεί το ότι ο Παύλος εδίδαξε το δόγμα της εξιλέωσης. Οι απόψεις του εκφράζονται με ικανώς σαφή γλώσσα στα επόμενα χωρία, όλα τα οποία ελήφθη­σαν από τις επιστολές του, τις οποίες οι Γερμανοί κριτικοί παραδέ­χον­ται ως γνήσιες:

«όν προέθετο ο Θεός ιλαστήριον διά της πίστεως εν τω αυτού αίματι, εις έν­δειξιν της δικαιοσύνης αυτού διά την πάρεσιν των προγεγονότων αμαρτημάτων» ―Πρός Ρωμαίους 3: 25.

«έτι γαρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. μό­λις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται· υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά απο­θανείν. συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι’ αυτού από της οργής. ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλω μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού· ου μόνον δε, αλλά και καυχώμενοι εν τω Θεώ διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου νυν την καταλλαγήν ελάβομεν.» ―Πρός Ρωμαίους 5: 6-11.

«ός γε του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυ­τόν, πως ουχί και συν αυτώ τα πάντα ημίν χαρίσεται;» ―Πρός Ρωμαίους 8: 32.

«παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ό και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς» ―Α΄ Πρός Κορινθίους 15: 3.

«του δόντος εαυτόν υπέρ των αμαρτιών ημών, όπως εξέληται ημάς εκ του ενε­στώτος αιώνος πονηρού κατά το θέλημα του Θεού και πατρός ημών,» ―Πρός Γα­λά­τας 1: 4.

Βλέπε επίσης: ―Πρός Γαλάτας 3: 13, «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα· γέγραπται γαρ· επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου·». [Βλέπε και Γένεσις 40: 19, Δευτερονόμιον 21: 22-23, Ιη­σούς του Ναυί 8: 29, Εσθήρ 8: 7, και Πράξεις 5: 30, 10: 39, Πρός Γαλάτας 3΄: 13, Α΄ Πέτρου 2: 24.].

[Α΄ Πρός Κορινθίους 15: 3 «παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ό και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς,».

Πρός Εφεσίους 1: 7 «εν ω έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των παραπτωμάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού,»

Πρός Εβραίους 9: 11-22 «Χριστός δε παραγενόμενος αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών διά της μείζονος και τελειοτέρας σκηνής, ου χειροποιήτου, τούτ’ έστιν ου ταύ­της της κτίσεως, ουδέ δι’ αίματος τράγων και μόσχων, διά δε του ιδίου αίματος εισήλ­θεν εφάπαξ εις τα Άγια, αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος. ει γαρ το αίμα ταύρων και τρά­γων και σποδός δαμάλεως ραντίζουσα τους κεκοινωμένους αγιάζει προς την της σαρ­κός καθαρότητα, πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, ος διά Πνεύ­ματος αιωνίου εαυ­τόν προσήνεγκεν άμωμον τω Θεω, καθαριεί την συνείδησιν υμών από νεκρών έργων εις το λατρεύειν Θεώ ζώντι; Και διά τούτο διαθήκης καινής μεσί­της εστίν, όπως, θανά­του γενομένου εις απολύτρωσιν των επί τη πρώτη διαθήκη πα­ραβάσεων, την επαγγελίαν λάβωσιν οι κεκλημένοι της αιωνίου κληρονομίας. όπου γαρ διαθήκη, θάνατον ανάγκη φέρεσθαι του διαθεμένου· διαθήκη γαρ επί νεκροίς βε­βαία, επεί μήποτε ισχύει ότε ζη ο διαθέμενος. Οθεν ουδ’ η πρώτη χωρίς αίματος εγκε­καίνισται· λαληθείσης γαρ πάσης εντολής κατά τον νόμον υπό Μωϋσέως παντί τω λαώ, λαβών το αίμα των μόσχων και τράγων μετά ύδατος και ερίου κοκκίνου και υσσώπου, αυτό τε το βιβλίον και πάντα τον λαόν ερράντισε λέγων· τούτο το αίμα της διαθήκης ης ενετείλατο προς υμάς ο Θεός. και την σκηνήν δε και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας τω αίματι ομοίως ερράντισε. και σχεδόν εν αίματι πάντα καθαρίζεται κατά τον νόμον, και χωρίς αιματεκχυσίας ου γίνεται άφεσις.»]

[Για το ίδιο δόγμα βλέπε και: Ματθαίος 26: 28, Α΄ Ιωάννου 1: 7, και Α΄ Πέτρου 1: 18.]

ΔΙΚΑΙΩΣΗ διά ΠΊΣΤΕΩΣ. ―Ο Παύλος ήταν εξ ίσου καθαρός στην αναγ­γε­λία αυτού του δόγματος. Π. χ. βλέπε:

Πρός Ρωμαίους 1: 16, «ου γαρ επαισχύνομαι το ευαγγέλιον του Χριστού· δύ­ναμις γαρ Θεού εστιν εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι, Ιουδαίω τε πρώτον και Έλ­ληνι.»,

Πρός Ρωμαίους 3: 22-24, «δικαιοσύνη δε Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας· ου γαρ εστι διαστολή· πάντες γαρ ήμαρ­τον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι διά της απολυτρώσεως της εν Χριστω Ιησού,»,

Πρός Ρωμαίους 3: 30, «επείπερ εις ο Θεός ος δικαιώσει περιτομήν εκ πίστεως και ακροβυστίαν διά της πίστεως.»,

Πρός Ρωμαίους 4: 5, «τω δε μη εργαζομένω, πιστεύοντι δε επί τον δικαιούντα τον ασεβή, λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην,»,

Πρός Ρωμαίους 4: 16 «δια τούτο εκ πίστεως, ίνα κατά χάριν, εις το είναι βε­βαίαν την επαγγελίαν παντί τω σπέρματι, ου τω εκ του νόμου μόνον, αλλά και τω εκ πίστεως Αβραάμ, ος εστι πατήρ πάντων ημών,»,

Πρός Ρωμαίους 5: 1, «Δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,»,

Πρός Γαλάτας 2: 16 «ειδότες δε ότι ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη διά πίστεως Ιησού Χριστού, και ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν, ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού και ουκ εξ έργων νόμου, διότι ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σάρξ.».

Κλπ.

[Πρός Ρωμαίους 3: 27-28 «Πού ουν η καύχησις; εξεκλείσθη. Διά ποίου νό­μου; των έργων; ουχί, αλλά διά νόμου πίστεως. λογιζόμεθα ουν πίστει δικαιούσθαι άνθρωπον χωρίς έργων νόμου.».

Πρός Ρωμαίους 6: 8 «ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συ­ζήσομεν αυτώ,».

Πρός Ρωμαίους 10: 9 «ότι εάν ομολογήσης εν τω στόματί σου Κύριον Ιη­σούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση·».

Πρός Εφεσίους 2: 7-8 «ίνα ενδείξηται εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού εν χρηστότητι εφ’ ημάς εν Χριστω Ιησού. τη γαρ χάριτί εστε σεσωσμένοι διά της πίστεως· και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον,».

Για το ίδιο δόγμα έχομε και: Ιωάννης 3: 16-18, 11: 25-26, Πράξεις 10: 43, 16: 31.

Αυτά έρχονται σε καθαρή αντίφαση με τον Ιάκωβον, Καθολική Επιστολή Ιακώβου 2: 17 «ούτω και η πίστις, εάν μη έργα έχη, νεκρά», 2: 20, κλπ.]

[ΔΙΚΑΙΩΣΗ δι’ ΕΡΓΩΝ ―Βεβαίως ο συνεχώς φάσκων και αντιφάσκων Παύλος δεν αντιφάσκει μόνο με τον Ιάκωβον αλλά και με τον εαυτόν του. Σε δυο σημεία αντιφατικώς λέγει ότι μπορούμε να σωθούμε και με έργα:

Πρός Ρωμαίους 2: 5-7 «κατά δε την σκληρότητά σου και αμετανόητον καρδί­αν θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού, ος αποδώσει εκάστω κατά έργα αυτού, τοις μεν καθ’ υπομονήν έργου αγα­θού δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν ζητούσι ζωήν αιώνιον,» και 2: 13 «ου γαρ οι ακροα­ταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεω, αλλ’ οι ποιηταί του νόμου δικαιω­θή­σονται.».

Για το ίδιο δόγμα βλέπε και Επιστολή Ιακώβου 2: 14-26.

Μετά απ’ αυτές τις αντιφάσεις και τις τρικλοποδιές βρείτε ‘σεις την άκρη. Τί να πρωτοπεί και να πρωτοθαυμάσει κανείς με αυτόν τον Παύλο! Σε όλα τα ζητήματα φάσκει και αντιφάσκει. Οι αντιφάσεις και δολιότητές του ανέρχονται σε εκα­τοντάδες. Για την μνημειώδη αντιφατικότητα και κατά συνέπεια ψευδολογία του Παύ­λου όπως και όλης της Καινή Διαθήκης εδώ θα περιοριστούμε στο παράδειγμα του Μωσαϊκού Νόμου. Μελετήσετε τα παρακάτω αποσπά­σμα­τα με τη σει­ρά που τα παραθέτομε και αφού τα κατανοήσετε βγάλετε μόνοι σας τα συμπερά­σματά σας:

Πρά­ξεις 13: 39, και από πάντων ων ουκ ηδυνήθητε εν τω νόμω Μωϋσέως δι­καιω­θή­ναι, εν τούτω πας ο πιστεύων δικαιούται.

Ματ­θαί­ος 5: 17-18, Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προ­φήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ου­ρα­νός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γέ­νη­ται. (Και Λουκάς 16: 17.)

Πρός Ρω­μαί­ους 6: 14, αμαρτία γαρ υμών ου κυριεύσει· ου γαρ εστε υπό νό­μον, αλλ’ υπό χάριν.

7: 1, Η αγνοείτε, αδελφοί· γινώσκουσι γαρ νόμον λαλώ. ότι ο νόμος κυριεύει του αν­θ­ρώπου εφ’ όσον χρόνον ζη;

7: 6, νυνί δε κατηργήθημεν από του νόμου, αποθανόντες εν ω κατειχόμεθα, ώσ­τε δου­λεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος.

Πρός Γα­λά­τας 3: 10, Οσοι γαρ εξ έργων νόμου εισίν, υπό κατάραν εισί· γέγρα­πται γαρ· επικατάρατος πας ος ουκ εμμένει εν πάσι τοις γεγραμμένοις εν τω βιβλίω του νό­μου του ποιήσαι αυτά·

Πρός Ρω­μαί­ους 4: 14-15, ει γαρ οι εκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται η πίστις και κατήργηται η επαγγελία· ο γαρ νόμος οργήν κατεργάζεται· ου γαρ ουκ έστι νόμος, ου­δέ παράβασις.

Πρός Γα­λά­τας 3: 19, Τί ουν ο νόμος; των παραβάσεων χάριν προσετέθη, άχ­ρις ου έλθη το σπέρμα ω επήγγελται, διαταγείς δι’ αγγέλων εν χειρί μεσίτου.

Α΄ Ιω­άν­νου 3: 4, Πας ο ποιών την αμαρτίαν και την ανομίαν ποιεί, και η αμαρ­τία εστίν η ανομία.

Πρός Ρω­μαί­ους 7: 12, ώστε ο μεν νόμος άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή.

7: 14, οίδαμεν γαρ ότι ο νόμος πνευματικός εστιν· εγώ δε σαρκικός ειμι, πεπ­ρα­μένος υπό την αμαρτίαν.

Πρός Γα­λά­τας 3: 22-23, αλλά συνέκλεισεν η γραφή τα πάντα υπό αμαρτίαν, ίνα η επαγγελία εκ πίστεως Ιησού Χριστού δοθή τοις πιστεύουσι. Προ δε του ελθείν την πίσ­τιν υπό νόμον εφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εις την μέλλουσαν πίστιν απο­καλυφθή­ναι. (Καλλίτερα και πληρέστερα μελετήσετε ολόκληρο το κεφάλαιο 3 της Πρός Γαλά­τας Επιστολής.).

Πρός Ρω­μαί­ους 3: 19, Οίδαμεν δε ότι όσα ο νόμος λέγει τοις εν τω νόμω λα­λεί, ίνα παν στόμα φραγή και υπόδικος γένηται πας ο κόσμος τω Θεώ,.

Εκτός από ολίγες εξαιρέσεις, τα περί Μωσαϊκού Νόμου τουΠαύλου έρχονται σε κατάφορη αντί­θε­ση με τον ίδιο το Ιησού Χριστό των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελί­ων, ο οποίος όχι μόνο υποστηρίζει τον Νόμο αλλά και λέγει ότι μπορεί κανείς να κερδίσει την αιώνια ζωή διά της τηρήσεως των εντολών του νόμου και του ιδίου. Διαβάστε προσεκτικά: Ματθαίος ε΄: 17-19, ιθ΄: 17, Μάρκος ι΄: 19, Λουκάς ι΄: 26, Ιωάννης ιδ΄: 15, ιε΄: 10, κλπ. Ο Ιάκωβος μάλιστα στην Επιστολή του β΄: 10, έφτασε στην ακρότητα να μας πει ότι το να πα­ρα­βιάσεις μόνο μια εντολή του νό­μου είναι το ίδιο με το να παραβιάσεις όλο τον νόμο «όστις γαρ όλον τον νόμον τηρήση, πταίση δε εν ενί, γέγονε πάντων ένο­χος.». Ποιόν να πιστέψομε; Τον Παύλο, τον Ιάκωβο ή τον Ιησού; Ας μας απαντή­σουν οι φω­σ­τήρες της Εβραιογνωστικοχριστιανικής μάστι­γας!]

ΕΚΛΟΓΗ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ. ―Αυτά τα δόγματα διεκηρύχθησαν από τον Παύλο σε γλώσσα, εάν είναι δυνατόν ακόμα περισσότερο σαφή [από τη γλώσσα των προηγουμένως αναφερθέντων δογμάτων]. Π. χ., βλέπε:

Πρός Ρωμαίους 8: 28, «Οίδαμεν δε ότι τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν, τοις κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν·»,

Πρός Ρωμαίους 8: 30, «ους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε, και ους εκάλεσε, τούτους και εδικαίωσεν, ους δε εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε.»,

Πρός Ρωμαίους 9: 11-24, «μήπω γαρ γεννηθέντων μηδέ πραξάντων τι αγαθόν ή κακόν, ίνα η κατ’ εκλογήν του Θεού πρόθεσις μένη, ουκ εξ έργων, αλλ’ εκ του κα­λούντος, ερρέθη αυτη ότι ο μείζων δουλεύσει τω ελάσσονι, καθώς γέγραπται· τον Ια­κώβ ηγάπησα, τον δε’Ησαύ εμίσησα. Τί ουν ερούμεν; μη αδικία παρά τω Θεω; μη γέ­νοιτο. τω γαρ Μωϋσή λέγει· ελεήσω ον αν ελεώ, και οικτειρήσω ον αν οικτείρω. άρα ουν ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού. λέγει γαρ η γρα­φή τω Φαραω ότι εις αυτό τούτο εξήγειρά σε, όπως ενδείξωμαι εν σοί την δυναμίν μου, και όπως διαγγελή το όνομά μου εν πάση τη γη. άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει. Ερείς ουν μοι· τι έτι μέμφεται; τω γαρ βουλήματι αυτού τις ανθέ­στη­κε; μενούνγε, ω άνθρωπε, συ τις ει ο ανταποκρινόμενος τω Θεω; μη ερεί το πλάσμα τω πλάσαντι, τι με εποίησας ούτως; ή ουκ έχει εξουσίαν ο κεραμεύς του πηλού, εκ του αυτού φυράματος ποιήσαι ό μεν εις τιμήν σκεύος, ό δε εις ατιμίαν; ει δε θέλων ο Θεός ενδείξασθαι την οργήν και γνωρίσαι το δυνατόν αυτού ήνεγκεν εν πολλή μα­κροθυμία σκεύη οργής κατηρτισμένα εις απώλειαν, και ίνα γνωρίση τον πλούτον της δόξης αυτού επί σκεύη ελέους, ά προητοίμασεν εις δόξαν, ους και εκάλεσεν ημάς ου μόνον εξ Ιουδαίων, αλλά και εξ εθνών,»,

Πρός Ρωμαίους 11: 5-7, «ούτως ουν και εν τω νυν καιρώ λείμμα κατ’ εκλογήν χάριτος γέγονεν. ει δε χάριτι, ουκέτι εξ έργων· επεί η χάρις ουκέτι γίνεται χάρις. ει δε εξ έργων, ουκέτι εστί χάρις· επεί το έργον ουκέτι εστίν έργον. Τί ουν; ό επιζητεί Ισ­ρα­ήλ, τούτο ουκ επέτυχεν, η δε εκλογή επέτυχεν· οι δε λοιποί επωρώθησαν,».

Κλπ.

[Πράξεις 13: 48 «ακούοντα δε τα έθνη έχαιρον και εδέξαντο τον λόγον του Κυρίου, και επίστευσαν όσοι ήσαν τεταγμένοι εις ζωήν αιώνιον·»

Αν και λέγει: Α΄ Πρός Τιμόθεον 2: 3-4 «τούτο γαρ καλόν και απόδεκτον ενώ­πιον του σωτήρος ημών Θεού, ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγ­νω­σιν αληθείας ελθείν.».

Πρός Τίτον 2: 11-13: «Επεφάνη γαρ η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυ­μί­ας σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχό­μενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού,».

Αλλά και πάλι λέγει: Πρός Ρωμαίους 9: 22 «ει δε θέλων ο Θεός ενδείξασθαι την οργήν και γνωρίσαι το δυνατόν αυτού ήνεγκεν εν πολλή μακροθυμία σκεύη οργής κατηρτισμένα εις απώλειαν,» και

Πρός Ρωμαίους 9: 27 «Ησαΐας δε κράζει υπέρ του Ισραήλ· εάν ή ο αριθμός των υιών Ισραήλ ως η άμμος της θαλάσσης, το κατάλειμμα σωθήσεται·»]

Στην Β΄ Πρός Κορινθίους 4: 4 «εν οίς ο θεός του αιώνος τούτου (διάβολος, σα­τανάς) ετύφλωσε τα νοήματα των απίστων εις το μη αυγάσαι αυτοίς τον φωτισμόν του ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, ος εστιν εικών του Θεού.», ο Θεός αφήνει τον σατα­νά να δρά κατά των ανθρώπων και έτσι να χάνουν την σωτηρία. Άρα το σωτήριο σχέδιο του δεν πήγε καλά και κατά μάλλον ή ήττον απέτυχε.

Για το ίδιο δόγμα βλέπε και: Μάρκος 4: 11-12, Λουκάς 8: 10, Ιωάννης 6: 44, 65, 12: 40, Α΄ Ιωάννου 5: 18, Α΄ Πέτρου 1: 20 και Β΄ Πέτρου 2: 9.]

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΑΥΤΩΝ

Η θυσία ως εξιλέωση των αμαρτιών, ήταν ένα δόγμα πολύ γνωστό στους Ιουδαίους (Εβραίους). Είχε επικρατήσει μεταξύ όλων των εθνών της αρχαιότητας. Η πρακτική αυτή είχε την αρχή της, καθώς είναι γνωστόν, στην υποτιθεμένη ανάγκη της εξευμενίσεως ενός οργισμένου θεού. Για τον κατευνασμό της θεϊκής οργής γινόταν προσφορές, αρχικά από τους καρπούς της γης, μετά των ζώων. Μεταξύ των Ιουδαίων το επικρατούν δόγμα αναφέρεται στην επιστολή Πρός Εβραίους 9: 21-22: «και την σκηνήν δε και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας τω αίματι ομοίως ερράντισε. και σχε­δόν εν αί­ματι πάντα καθαρίζεται κατά τον νόμον, και χωρίς αιματεκχυσίας ου γίνεται άφε­σις.». [Καλλίτερα ακόμα ξαναδιαβά­σετε ολόκληρο το χωρίο Πρός Εβραίους 9: 11-22, το οποίο παραθέ­σαμε ανωτέρω.]

[Αυτό είναι παρμένο από πολλά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης. Π. χ. Μελετεί­στε: Έξοδος 29: 36, Λευιτικόν 5: 11-13, 8: 15, 19, 14: 2-57, 15: 3-30, 16: 14-15, 18-19, 26-27, 17: 11, Αριθμοί 6: 10-14, 19: 17-18, 31: 22-24. Ακόμα βλέπε: Πρός Εφε­σίους 1: 7, «εν ω έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των πα­ραπτωμάτων, κα­τά τον πλούτον της χάριτος αυτού,», Ματ­θαίος 26: 28, «τούτο γαρ εστι το αίμά μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών.», κλπ. Ει­ρήσθω εν παρόδω ότι η έρευ­να απέδειξε η επιστολή Πρός Εβραί­ους δεν γρά­φτηκε από τον Παύλο. Αυτό το συμπέρασμα το παραδέχεται και ο Τρεμ­πέλας, ο οποίος συμφωνεί με την άποψη ότι την επιστολή την έγραψε κάποιος ακό­λουθος του Παύλου ο οποίος καταγράφει από μνήμης μεν, πιστά και ελεύθερα δε, τις θέσεις του Παύλου.].

Εάν το αίμα αμνών και τράγων ημπορούσε να κατευνάσει την οργισμένη Θε­ό­τητα και να την παρακινήσει να συγχωρέσει τις αμαρτίες του λαού, πόσο φυσική ήταν η μετάβαση στην ιδέα, ότι ο θάνατος ενός προσώπου έκτατης αρετής, και ιδιαι­τέρως ενός που εθεωρείτο ότι ο ίδιος είναι Υιός του Θεού, θα κατεργαζόταν την συγ­χώ­ρηση των αμαρτιών όλου του κόσμου. Όσο πιο μεγάλη η θυσία, τόσο περισσότερο επεκτεταμένος ο εξευμενισμός.

Οι αρχαίοι ήσαν οικείοι, επίσης, με τη ιδέα της θυσίας υπό τη μορφή σταύ­ρω­σεως. Απ’ αυτές τις σταυρώσεις οι πιο σημαντικές ήταν: του Κρισνά της Ινδίας, Π.Κ.Ε. γύρω στο 1200· του Ινδουιστή, Βούδα Σάκια, Π.Κ.Ε. 600· του Θουλή της Αι­γύπτου, Π.Κ.Ε. 1700· και του Μίθρα, της Περσίας, Π.Κ.Ε. 600.

Είναι δυνατόν ο Παύλος να μην είχε ακούσει τίποτα για αυτούς τους αρχαίους σωτήρες; Εν τούτοις δεν ήταν ολιγότερο ειλικρινής με το να πιστεύει ότι ο αληθινός σω­τήρας είχε τώρα παρουσιαστεί. Είναι αληθές ότι ο ίδιος ο Ιησούς, ουδεμία φορά κατά την διάρκεια της προκαταρκτική ανακρίσεως, είτε μπροστά στο συνέδριο, είτε μπροστά στον Πιλάτο, είτε καθ’ οδόν προς την εκτέλεση, είτε κατά την σταύρωση, έδωσε κανέναν υπαινιγμό ότι επρόκειτο να αποθάνει διά τις αμαρτίες του κόσμου.

Παρ’ όλα ταύτα, ο Παύλος, ο οποίος δεν είχε λάβει μέρος στα Μεσσιανικά όνειρα των άλλων αποστόλων, του ίδιου του Ιησού, λογικώς παρακινήθηκε να θεω­ρή­σει τα πάθη κατά την σταύρωση ως μία θυσία. Εάν επρόκειτο να εγκαταλείψει μια θρησκεία εξιλέωσης, έπρεπε τότε να αρπάξει μια άλλη, η οποία συμπεριλάμβανε μια εξι­λέωση ακόμη υψηλότερου χαρακτήρα.

Αυτή η ιδέα της εντεταλμένης εξιλέωσης, στην οποίαν ο Παύλος οδηγήθηκε φυσικά και λογικά, κατά την μετάβαση του από την Ιουδαϊκή στην Χριστιανική πί­στη, έγινε σ’ αυτόν η απορροφούσα σκέψη, η εμψυχωτική αρχή της επακόλουθης ζω­ής του. Από τότε και μετά επρόκειτο να γνωρίζει μόνο τον Ιησού και αυτόν εσταυ­ρω­μένο διά τις αμαρτίες του κόσμου.

Για την εξιλέωση, η δικαίωση διά πίστεως δεν ήταν τίποτα πλέον παρά ένα παρεπόμενο συμ­πέρασμα. Η θυσία έπρεπε να δίνει αποδεκτή από εκείνον διά τον οποίον είχε γίνει. Εάν η πίστη του ήταν αρκετή, θα πλενόταν και θα καθαριζόταν από το αίμα του Ιησού.

Ο προκαθορισμός δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια άλλη μορφή του δόγματος περί μοιραίου των Εσσαίων. Αν και ήταν μορφωμένος Φαρισαίος ο Παύλος είχε υιο­θετήσει πολλές απόψεις των Εσσαίων, και ήταν κορεσμένος μέχρις εσχάτων από την μοιρολατρία αυτής της αίρεσης.

Υπάρχουν άλλα δόγματα του Αποστόλου τα οποία μέχρι στιγμής έχουν παρα­κρατηθεί­ στην αφάνεια, αλλά είναι μεγάλης σημασίας για την ανάπτυξη της Χριστι­α­νικής θρησκείας που επακολούθησε. Αυτά λοιπόν πρέπει τώρα να εξετάσομε.

[Ο Ιησούς Χριστός των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων, ουδέποτε ανέφερε τον Αδάμ και το προπατο­ρικό αμάρτημα σε οτιδήποτε έστω και το παραμικρό. Ουδέ­πο­τε εδήλωσε ότι τα προκαθορισμένα πάθη του αποτελούν εξιλεωτική θυσία για το αμάρ­τη­μα αυτό και έπρεπε να λάβουν χώρα για να σω­θεί το ανθρώπινο γένος από την κατά­ρα και την οργή του Θε­ού Πατ­ρός, Γιαχβέχ. Αυτά δεν υπάρχουν στα Ευαγγέλια, παρά μόνο στον Παύλο και μετέπειτα στην χριστιανική κατήχηση και δικαιολόγηση!

Τα θεολογικά δόγματα τού Παύλου είναι καινοφανή για τον Εβραϊσμό. Οι Εβ­ραίοι ουδέποτε φαντάστηκαν έναν Μεσσίαχ Υιόν του Γιαχβέχ ή ομοούσιον με τον Θεό Πατέρα Γιαχβέχ, για να εξιλεώσει όλο τον κόσμο από το αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας. Ο Μεσσίαχ των Εβραίων ήταν ένας άνθρωπος ειδικά επιλεγμένος από τον Γιαχβέχ για να επανιδρύσει το χαμένο κράτος του Δαυίδ και να εγκαθιδρύσει ει­ρήνη και την ευτυχία στον εκλεκτό λαό του. Για τις αμαρτίες τους είχαν την ημέρα του εξιλασμού. Η κατάργηση ή ακόμα η αλλοίωση του Μωσαϊκού Νόμου ήταν θανά­σιμο αμάρτημα για τους Εβραίους. Η καταγωγή του Ιησού ως Μεγάλου Αρχιερέως από τον Μελχισεδέκ και όχι τον Ααρών ήταν μεγάλη παράβαση του θεϊκού Νόμου όπως και η κατάργηση της περιτομής, κ ά.

Ο Παύλος ομολογεί ότι ήταν Εβραίος και ζηλωτής του Νόμου. Φαρισαίος που μορφώθηκε «παρά τους πόδας» του μεγάλου διδασκάλου Φαρισαίου Γαμαλιήλ. Τότε γεννιέται το ερώτημα πώς στις κύριες και μεγάλες επιστολές του (Πρός Ρωμαίους, δύο Πρός Κορινθίους, Πρός Γαλάτας, Πρός Εβραίους) αναπτύσσει τόσο καινοφανή και αντίθετα προς τον Εβραϊσμό δόγματα; Πως του κατέβηκαν μαζί με τα ψεύδη και τις στρεψοδικίες του; Αν είναι δικά του τό­τε είναι προφανές ότι ο Παύλος αποσπά­σ­θηκε από τον ορθό­δοξο Ιουδαϊσμό και έκανε δική του αίρεση για λόγους που δεν έχο­με εξα­κριβώσει με αποδείξεις. Μήπως όμως δεν είναι δικά του αλλά χρισ­τιανικά δόγ­ματα που παρ­εισέφρησαν αργότερα και τα έβαλαν στις Επι­σ­τολές του Παύλου;

Έχομε ήδη αναφέρει ότι πολλοί επιστήμονες αμφισβητούν την ύπαρξη του Παύλου και άλλοι όλες τις Επιστολές του. Μήπως αυτή η τρομερή αντίφαση είναι μια ισχυρή ένδειξη του ότι έχουν δίκιο; Ή μήπως έχουν δίκιο οι Εβιωνίτες για όσα του κα­ταμαρτυρούν;]

ΔΟΓΜΑΤΑ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ: «ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΊΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ Ή ΝΑ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΕΙ Η ΨΥΧΗ»

«Όλως ακούεται εν υμίν πορνεία, και τοιαύτη πορνεία, ήτις ουδέ εν τοις έθνε­σιν ονομάζεται, ώστε γυναίκά τινα του πατρός έχειν. και υμείς πεφυσιωμένοι εστέ, και ουχί μάλλον επενθήσατε, ίνα εξαρθή εκ μέ­σου υμών ό το έργον τούτο ποιήσας! εγώ μεν γαρ ως απών τω σώματι, παρών δε τω πνεύματι, ήδη κέκρικα ως πα­ρών τον ούτω τούτο κατεργασάμενον, εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συναχθέντων υμών και του εμού πνεύματος συν τη δυνάμει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού».

«τί γαρ μοι και τους έξω κρίνειν; ουχί τους έσω υμείς κρίνετε; τους δε έξω ο Θεός κρίνει. και εξαρείτε τον πονηρόν εξ υμών αυτών

Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 1-5, 12-13.

[Στον στίχο 1 έχομε την πληροφορία μόνο τι ήταν το αδίκημα κάποιου. Ότι δηλαδή κάποιος γιος είχε σεξουαλικές σχέσεις με την μητριά του. Δεν αναφέρεται τί­ποτα για τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη, αν ήταν όντως ή όχι ένο­χος ο αδικήσας γιος, και αν τελικά ένοιαξε τον πατέρα του που μάλλον υπο­νο­είται πως ήταν ο αδι­κη­θείς χωρίς να εί­ναι σίγουρο. Ο αδικηθείς μπορεί να ήταν η γυ­ναίκα του πατέρα, δηλα­δή η μητριά του γιου. Αν εμβα­θύ­νομε στον τρόπο με τον οποίον ο Παύ­λος αναφέρει εδώ τα συμβάντα, φαίνεται αρκετά αμφίβο­λο ότι ένοιαξε κα­θόλου τον πατέρα και μάλλον όλα να έγιναν κοινή συναινέσει. Π. χ., στον στίχο Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 6 ο Παύλος αντιδρά ως εξής: «Ου καλόν το καύχημα υμών. ουκ οίδατε ότι μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί;». Δεν βλέπομε κανέναν να διαμαρτύρεται για αδίκημα, αλλά αντιθέτως ο στίχος 2 φανερώνει σαφώς ότι κανένας από τη σύ­ναξη της Κορίν­θου δεν νοιάστηκε για το συμβάν και επομέ­νως δεν υπήρχε ούτε αδι­κήσας ούτε αδι­κηθείς. Όλα αυτά για τον Παύλο είναι ψιλά γράμματα και παραβλέ­πονται. Άλλο είναι το ζή­τημα που τον καίει όπως θα δούμε στη συνέχεια και αυτός μόνος, από ό,τι είχε ακού­σει και εν τη απουσία του, το θέτει ως έσχατο έγκλημα. Έτσι το ποινικό δίκαιο, ο ασ­τικός κώ­δι­κας και η εγκε­κριμένη δικαστι­κή διαδικασία δεν έχουν καμία θέση για τον Παύλο. Το μό­νο που τον νοιάζει είναι το καταστατικό της εκκλησίας όπως το εννοού­σε αυτός και μόνον. Όπως θα δούμε στη συνέχεια η κατάληξη ήταν πά­ρα πολύ λυπη­ρή για όλους, όπως σαφώς δηλώνεται στην Β΄ Πρός Κορινθίους 7: 7-11. Η θανά­τωση τού γιου, την οποία επιζητούσε επιμόνως ο Παύλος, θα ήταν άκρως οδυνηρή και κα­τα­στροφική για τον πατέρα όταν μάλιστα ό,τι και αν έκανε ο γιος του όπως διαφαί­νε­ται δεν τον ενόχλησε πολλώ μάλλον να τον αδίκησε. Μετά, οι Χρισ­τια­νοί κοκορεύον­ται για μετάνοια και συγχώρεση. Εδώ δεν εδόθη καμία ευκαιρία!]

Τί εννοεί ο Παύλος εδώ; Διάφοροι ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε τίποτα χειρό­τε­ρο από την έξωση εκ της εκκλησίας.

Εντούτοις, δεν ήταν τέτοια η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο απόστολος, για τον κατ’ ευθείαν αποκλεισμό από την εκκλησία. Οι αδελφοί έπρεπε να:

«αποσυρ­θούν» εφ’ εαυτού των απ’ τέτοιους πονηρούς (Α΄ Πρός Τιμόθεον 6: 5, «παραδιατρι­βαί διε­φθαρμένων ανθρώ­πων τον νουν και απεστερημένων της αλη­θείας, νομιζόντων πορι­σμόν είναι την ευσέ­βειαν. αφίστασο από των τοιούτων.», Β΄ Πρός Θεσσαλονι­κείς 3: 6, «Παραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος και μη κατά την παρά­δοσιν ην παρέλαβον παρ’ ημών.»)·

ή από τέτοιους έπρεπε να «απομακρυνθούν» (Β΄ Πρός Τιμόθεον 3: 5, «έχον­τες μόρ­φωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι. και τούτους αποτρέπου.»·

ή έπρεπε να τους αποφεύγουν (Πρός Ρωμαίους 16: 17 «Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, σκοπείν τους τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα παρά την διδαχήν ην υμείς εμάθετε ποιούντας, και εκκλίνατε απ’ αυτών·»)·

ή να τους «ση­μειώνουν» ή να τους «προειδοποιούν» και «να μην κάνουν καθόλου παρέα» μαζί τους (Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 3: 14, «ει δε τις ουχ υπακούει τω λόγω ημών διά της επιστολής, τούτον σημειούσθε, και μη συναναμίγνυσθε αυτώ, ίνα εν­τραπή·» ).

[Ακόμα βλέπε: Β΄ Πρός Κορινθίους 6: 14-15, «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απί­στοις· τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώ­νησις Χριστώ προς Βελίαλ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;», (και Α΄ Ιωάννου 2: 12-17, Β΄ Ιωάννου 10-11).

Και ο Ιησούς σε μερικά σημεία είχε ανάλογη γλώσσα για επίλυση διαφορών. Ματ­θαίος 5: 22-26, «Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο οργι­ζό­με­νος τω αδελφώ αυτού εική ένο­χος έσται τη κρίσει· ος δ’ αν είπη τω αδελφώ αυτού ρα­κά, ένοχος έσται τω συν­ε­δρίω· ος δ’ αν είπη μωρέ, ένοχος έσται εις την γέενναν του πυρός. Εάν ουν προ­σ­φέ­ρης το δώρόν σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρόν σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλ­λά­γη­θι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρόν σου. Ίσθι ευνοών τω αντι­δί­κω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδώ μετ’ αυτού, μήποτέ σε παραδώ ο αν­τί­δικος τω κριτή και ο κριτής σε παραδώ τω υπηρέτη, και εις φυλακήν βλη­θήση· αμήν λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου αποδώς τον έσχατον κοδράν­την

18: 15-17, «Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρ­δη­σας τον αδελ­φόν σου· εάν δε μη ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων ή τρι­ών σταθή παν ρήμα. εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη εκκλησία· εάν δε και της εκ­κλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης.».].

Ο Παύλος διέταξε την εκκλησία της Κορίνθου «εξαρείτε τον πονηρόν εξ υμών αυτών». Η λέξη που χρησιμοποιείται είναι εξαρείτε «= απομακρύνατε, βγάλετε από τη μέση ή από ανάμεσα» από το ρήμα εξαιρώ· ή σύμφωνα με σωστότερο ανά­γ­νωσμα, αρείτε, από το ρήμα αίρω.

Τώρα ποία η σημασία του αίρω και του εξαιρώ;

Το ακόλουθο είναι ένας από τους ορισμούς που δίνονται από τους Liddell και Scott: «Να σηκώσεις και να απομακρύνεις, να απομακρύνεις, να θέσεις τέρμα στο: αργότερα, να φονεύσεις.».

Έτσι, ένας από τους ορισμούς του εξαιρέω, συνηρημένος τύπος του οποίου εί­ναι το εξαιρώ, είναι, «φονεύω, θανατώνω, σκοτώνω, βγάζω από τη μέση».

Εμείς αναγνωρίζομε ότι η φράση «εξαρείτε τον πονηρόν» χρησιμοποιείται με την έννοια «βγάλετε από τη μέση [δια θανατώσεως] τον πονηρόν = κακόν, άνομο, πα­λιάνθρωπο, διε­φθαρμένο»· όπως όταν λέμε σε έναν φίλο, «Αυτός έφυγε από τη μέ­ση.». Τω όντι, αυτή είναι η κοινή χρήση της φράσεως και των ισοδυνάμων της σε άλ­λες γλώσσες για περισ­σό­τε­ρα από δυο χιλιά­δες χρόνια.

Στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν συχνά παραδείγματα της χρήσης του ρήματος αίρω κατ’ αυτήν την έννοια.

Παραδείγματος χάριν:

Ματθαίος 24: 39 «και ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός και ήρεν άπαν­τας, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου.».

Λουκάς 23: 18 «ανέκραξαν δε παμπληθεί λέγοντες· αίρε τούτον, απόλυσον δε ημίν Βαραββάν·». Βλέπε επίσης Ιωάννης 19: 15, και Πράξεις 21: 36.

Ιωάννης 17: 15 «ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου, αλλ’ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού».

Ιωάννης 15: 2 «παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν, αίρει αυτό, και παν το καρπόν φέρον, καθαίρει αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη.».

Ιωάννης 11: 48-50 «εάν αφώμεν αυτόν ούτω, πάντες πιστεύσουσιν εις αυτόν, και ελεύσονται οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών και τον τόπον και το έθνος. εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς· υμείς ουκ οίδατε ουδέν, ουδέ διαλογίζεσθε ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται.».

Πράξεις 8: 33 «εν τη ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη· την δε γενεάν αυτού τις διηγήσεται; ότι αίρεται από της γης η ζωή αυτού.».

Πράξεις 22: 22 «Ήκουον δε αυτού άχρι τούτου του λόγου, και επήραν την φωνήν αυτών λέγοντες· αίρε από της γης τον τοιούτον· ου γαρ καθήκεν αυτόν ζήν.».

Ούτως η φιλολογική ένδειξη είναι υπερβολική.

Αν όμως υπήρχε κάποια αμφιβολία διά την σημασία αυτού του κεφαλαίου, και για την πρόθεση του αποστόλου, θα πρέπει [η αμφιβολία αυτή] να εξαλειφθεί από την ανάγνωση της επομένης επιστολής προς την ιδίαν εκκλησία, εις την οποίαν ανα­φέρει την ίδια πρά­ξη. Στην επόμενη επιστολή λέγει:

«ου μόνον δε εν τη παρουσία αυτού, αλλά και εν τη παρακλήσει ή παρεκλήθη εφ’ υμίν, αναγγέλλων ημίν την υμών επιπόθησιν, τον υμών οδυρμόν, τον υμών ζήλον υπέρ εμού, ώστε με μάλλον χαρήναι, ότι ει και ελύπησα υμάς εν τη επιστολή, ου μεταμέλομαι, ει και μετεμελό­μην· βλέ­πω γαρ ότι η επιστολή εκείνη, ει και προς ωραν, ελύπησεν υμάς. νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ’ ότι ελυπήθητε εις μετάνοιαν· ελυπήθη­τε γαρ κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών. η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται· η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται. ιδού γαρ αυτό τούτο, το κατά Θεόν λυπηθήναι υμάς, πόσην κατειργάσατο υμίν σπουδήν, αλλά απολογίαν, αλλά αγανάκτησιν, αλλά φόβον, αλλά επιπόθησιν, αλλά ζήλον, αλλά εκδίκησιν! εν παντί συνεστήσατε εαυτούς αγνούς είναι εν τω πράγματι. άρα ει και έγραψα υμίν, ουχ είνεκεν του αδικήσαντος, ουδέ είνεκεν του αδι­κηθέντος, αλλ’ είνεκεν του φανερωθήναι την σπουδήν υμών την υπέρ ημών προς υμάς ενώπιον του Θεού. Δια τούτο παρακεκλήμεθα. επί δε τη παρακλήσει υμών περισσοτέρως μάλλον εχάρημεν επί τη χαρά Τίτου, ότι αναπέπαυται το πνεύμα αυτού από πάντων υμών·» ―[Β΄ Πρός Κορινθίους 7: 7-13.].

Ο απόστολος δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την μεριά του κατηγορουμένου. Ούτε ενδιαφέρθηκε καθόλου για ‘κείνον που αδικήθηκε. Η μόνη φροντίδα ήταν αυτή για την εκκλησία. Και τώρα που η εκκλησία είχε εξεγερθεί, και μέσα στην αγανάκτη­ση και τον ζήλο της πήρε εκδίκηση από τον ανομούντα, αυτός, ο Παύλος, ικανο­ποιή­θη­κε.

[Δεν ξέρομε βεβαίως πόσον ο Εβραιόφρων Παύλος είχε κατά νουν: (1) την κατάρα του Ια­κώβ κατά του υιού του Ρουβήν επειδή ο Ρουβήν ανέβηκε εις την κλίνην του πατρός του και «έκανε κάτι» με μια από τις γυναίκες του πατρός του Γένεσις 49: 3-4, (2) τα παθήματα των δέκα γυναικών και παλλακίδων του προφητάνακτος Δαυίδ επει­δή τις τα­κτοποίησε όλες ο υιός Αβεσσαλώμ, Β΄ Σαμουήλ ή Βασιλειών 15: 16, 16: 15-23, 20: 3, (3) την διάταξη του Μωσαϊκού Νόμου, Λευιτικόν 20: 11 «και εάν τις κοιμηθή μετά γυναικός του πατρός αυτού, ασχημοσύνην του πα­τ­ρός αυτού απεκά­λυ­ψε, θανάτω θανατούσθωσαν, αμφότεροι ένοχοί εισι.». Όμως κατά καμίαν έννοιαν δεν δηλώνει ή υπονοεί κάτι τέτοιο στις επιστολές του, παρ’ όλο που η παυλική ομάδα της Κορίνθου αποτελείτο σχεδόν όλη από Ιουδαίους της διασποράς.

Τελικά ο Παύλος και Τίτος χάρηκαν με την έκβαση των πραγμάτων, και όπως διαβάζομε χάρηκαν πολύ. Απ’ ό,τι γράφεται στις δύο Πρός Κο­ρινθίους Επιστολές, πρέπει να ήταν ο Τίτος και η Χλόη (Α΄ Πρός Κο­ρινθίους 1: 11) αυτοί που ειδοποίη­σαν τον Παύλο περί των συμ­βάν­των. Επίσης στην Επιστολή Πρός Γαλάτας ο Παύλος έχει εξοργισθεί σε άκρατο βαθμό. Αναθεματίζει, μπλέκει τα λόγια του, υβ­ρί­ζει τους πάντες και τα πάντα ακόμα και τον Πέτρο (Πρός Γαλάτας 2: 11-21). Παρα­κάτω θα ασχοληθούμε εκτενώς και με τον στίχο Πρός Γαλάτας 5: 12. Από τις ανα­φο­ρές εκ των Επιστολών που έχομε ήδη γράψει εδώ και πολλές άλλες που δεν έχομε γράψει συμ­πε­ραίνομε ότι ο Παύλος πάντα είχε τους ανθρώπους του για να κατα­σ­κο­πεύουν άτομα και πράγματα. Η Ιερά Εξέτασις εφάρμοσε πολύ πιστά αυτή την τακ­τι­κή.]

Είχε [ο Παύλος] εκ προοιμίου καταδικάσει τον ανομούντα, και είχε εξαγγείλει καταδικαστική πρό­ταση, και το είχε κάνει αρκετά ξεκάθαρο ότι επιθυμούσε [απαι­τού­σε] η πρό­τα­ση [΄ του] να εκτελεστεί. Το ότι αυτό συνέβη, φαίνεται καθαρά από τη γλώσσα της δεύτερης επι­στολής.

[Εδώ πρέπει να προσθέσομε ότι: Ο Παύλος στην Β΄ Πρός Κορινθίους 2 : 1-11, συ­νι­στά αγάπη προς τον μετανοήσαντα. Αυτό οφείλομε να το αναφέρομε διότι πολλοί διε­στραμ­μένοι απολογη­τές της Εβραιογνωστικοχριστιανικής μάστιγας το χρησι­μο­ποι­ούν για να απαλ­λά­ξουν τον Παύλο από την κακία, τη δικτατορία και την αγριότητά που έχει επι­δείξει εν προκειμένω. Εδώ απλώς δίδει μια γε­νική και αφηρημένη εν­τολή αγάπης και μετανοίας, η οποία όμως λαμβάνει ισχύ όταν μόνο αυτός ο ίδιος κρίνει ότι η μετά­νοια τού αμαρτήσαντος έγινε εντός των πλαισίων που αυτός έθεσε. Ο Παύλος ως μέγας εγωιστής οικειοποιείται την ανώτατη αρχή μέσα στις ομάδες των πιστών του και μό­νον αυτός ως αυθεντία επικυρώνει ό,τι θέλει και όταν αυτός νο­μίζει ότι οι όροι του ικανοποιήθηκαν επαρκώς. Γι’ αυτό, π. χ., βλέπομε και το θράσος του στον στίχο 2: 9 όπου γράφει: «εις τούτο γαρ και έγραψα, ίνα γνώ την δο­κιμήν υμών, ει εις πάντα υπή­κο­οί εστε» κλπ. Ακόμα και σ’ αυτό το σημείο δοκιμάζει τα μέλη της ομάδας του και απαιτεί υπακοή «εις πάντα»! Πλήρης δικτατορία δηλαδή! Αν ψυχα­ναλύσομε την κα­τάσταση αυτών των μελών φτάνομε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να ήσαν σχιζοει­δή, πλήρως προ­βατοποιημένα και εντελώς εξαθλιω­μένα πνευματικώς! Διότι αντί να τον εξαπο­στείλουν από ‘κει που ήλθε αυτά υπομένουν τυφλά οτιδήποτε τους επιτάσ­σει! Ας μελετήσομε λοιπόν τα παράξενα και αλλοπρόσαλλα του εδαφίου Β΄ Πρός Κορινθίους 2: 1-11:

«Έκρινα δε εμαυτώ τούτο, το μη πάλιν εν λύπη ελθείν προς υμάς. ει γαρ εγώ λυπώ υμάς, και τις εστιν ο ευφραίνων με ει μη ο λυπούμενος εξ εμού; και έγ­ραψα υμίν τού­το αυτό, ίνα μη ελθών λύπην έχω αφ’ ων έδει με χαίρειν, πεποι­θώς επί πάντας υμάς ότι η εμή χαρά πάντων υμών εστιν. εκ γαρ πολλής θλί­ψεως και συνοχής καρδίας έγραψα υμίν διά πολλών δακρύων, ουχ ίνα λυπη­θήτε, αλλά την αγάπην ίνα γνώτε ην έχω περισσοτέρως εις υμάς. Ει δε τις λε­λύπηκεν, ουκ εμέ λελύπηκεν, αλλά, από μέρους ίνα μη επιβαρώ, πάντας υμάς. ικα­νόν τω τοιούτω η επιτιμία αύτη η υπό των πλειόνων· ώστε τουναν­τί­ον μάλλον υμάς χαρίσασθαι και παρακαλέσαι, μήπως τη πε­ρισσοτέρα λύπη κα­ταποθή ο τοιούτος. διό παρακαλώ υμάς κυρώσαι εις αυτόν αγά­πην. εις τού­το γαρ και έγραψα, ίνα γνώ την δοκιμήν υμών, ει εις πάντα υπήκοοί εστε. ω δε τι χαρίζεσθε, και εγώ· και γαρ εγώ ει τι κεχάρισμαι ω κεχάρισμαι, δι’ υμάς εν προσώπω Χριστού, ίνα μη πλεονεκτηθώμεν υπό του σατανά· ου γαρ αυτού τα νοή­ματα αγνοούμεν.»

Βλέπομε ότι, αν και συνδέει αυτά που γράφει εδώ με αυτά που έγραψε στην πρώτη επιστολή η σχέση τους με το επεισόδιο της Α΄ Πρός Κορινθίους 5, το οποίο εξετάζομε εδώ, είναι καθαρά στρεψόδικη. Ενώ, όπως έχομε καταστήσει σαφές ανω­τέ­­ρω, π. χ. με το «παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού.» και με τα τόσα άλλα, ο Παύ­λος εκ προ­οιμίου έχει καταδικάσει τον ανομούντα, εδώ τώρα γράφει: «ώστε τουναν­τίον μάλ­λον υμάς χαρίσασθαι και πα­ρα­καλέσαι, μήπως τη περισσοτέρα λύπη κατα­πο­θή ο τοι­ού­τος. διό παρακαλώ υμάς κυ­ρώσαι εις αυτόν αγά­πην», κλπ. Το «δι’ υμάς εν προ­σώ­πω Χριστού,» είναι για ένα αφη­ρη­μένο κόλπο ενώ ολόκληρο το εδάφιο είναι ένα προ­πα­ρασκευαστικό βήμα διά τους πα­ραλήπτες της επι­στο­λής, ούτως ώστε στο κεφάλαιο 7 να επέλθει σαν καταπέλτης. Διότι στο κεφάλαιο 7 βλέπομε καθαρά τη γλώσσα και το ύφος να αλλάζει ριζικά. Όχι μό­νον επανέρχεται σαφώς στο επεισόδιο, τη γλώσσα και το ύφος του κεφαλαίου 5 της Α΄ Πρός Κορινθίους, αλλά τώρα χρησιμοποιεί δια­φο­ρε­τικά κριτήρια, π. χ. της δικής του χαρά και του Τίτου με όλες τις συγκαλυμμένες κα­κοήθειές του κλπ., και δη­λώνει ευθέως: «ει και ελύπησα υμάς εν τη επιστολή, ου με­ταμέλομαι, ει και μετε­με­λό­μην…» κλπ., μαζί με όλες τις εξα­θλι­ω­τικές στρε­ψο­δι­κίες που μόλις ανωτέρω παρα­θέ­σαμε. Από τα ίδια τα γραπτά του, ευκολότατα απο­δει­κνύ­ε­ται ότι ο Παύλος είναι ένας δόλιος και πονηρός στρεψόδικος. Η σχέση των κεφα­λαί­ων Α΄ Πρός Κορινθίους 5, Β΄ Πρός Κορινθίους 2 και 7 αποτελεί ένα παράδειγμα μέσα στα τόσα άλλα. Μερικές φορές έχει το θράσος να το ομολογεί και ο ίδιος. Π. χ. Πράξεις 9: 22, Πρός Ρω­μαί­oυς 3: 7 «Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­­δεί­χθη με­γά­λη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμα­ρτω­λός;» (το μόνο αληθές που μας είπε ο Παύλος!), Α΄ Πρός Κo­ρι­ν­θί­oυς 6: 12, 9: 19-23, 10: 23, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 5: 13, 12: 16, Πρός Φι­λιπ­­πη­σίους 1: 15-18, και πολλά άλλα. Έτσι λοιπόν φτάνομε αβιάστως στα παρακάτω συμπεράσματα των «αγίων και θεο­φό­ρων πατέρων», τα οποία ο Waite έκανε το κόπο να μας καταγράψει: ]

Το συμπέρασμα που βγήκε εξ αυτού του κεφαλαίου [Β΄ Πρός Κορινθίους 7] από τον Τερτυλλιανό [ήδη στο τέλος δευτέρου και αρχές τρίτου αιώνα], τον Αμβ­ρό­σιο [δεύτερον ήμισυ του τε­τάρτου αιώνα], και άλλους πατέρες της εκκλησίας, ήταν, «ότι το άτομο μπορεί να κατα­στραφεί για να σωθεί η εκκλησία.».

[Είναι πολύ γραφικές, εκφοβιστικές για τους αφελείς, και φαιδρές συνάμα οι περιγραφές του πυρός και των βασάνων στην αιώνια κόλαση στα γραπτά του Τερτυλ­λιανού! Φανερώνουν άτομο πάσχον τρο­μερά από πολύ άσχημες ψυχο-πνευματικές διαταρα­χές!]

Ούτε οι σύγχρονοι σχολιαστές μπορούν εύκολα να βγάλουν κάποιο άλλο συμ­πέρασμα.

Στο Comm. Phil., 1855, του Scott Henry, προτείνεται ότι ο Παύλος επρόκειτο να χτυπήσει τον ανομούντα με μια τρομακτική αρρώστια ενώ βρισκόταν ανάμεσα τους, κατά τον χρόνο που αυτοί ήταν συγκεντρωμένοι, έτσι ώστε θα ήταν υποχρεω­μέ­νοι λόγω της αρρώστιας να τον μεταφέρουν έξω από τον τόπο της συγκεντρώσεώς τους. ― [Σελίδα 272, αναφέροντας τον Bloomfield και τον Rosenmueller.].

O Olshausen παραδέχεται ότι η φράση «αιρείν εκ μέσω» πραγματικά σημαί­νει «να εξαλήψεις, δηλαδή, να θανατώσεις»· αλλά νομίζει ότι ο αποκλεισμός από την εκ­κλησία πρέπει να εννοηθεί ως πνευματικός θάνατος. ― [Comm. On 1st and 2nd Cor. in 20th vol. Clarke’s Theo. Lib. Ed. 1855, p. 88].

Ο Dean Stanley ειλικρινώς παραδέχεται ότι ο Παύλος πιθανότατα σκόπευε τον θάνατο του ανομούντος. ―[On the Epistles to the Corinthians, 5th edition, Lon­don, 1882, pp.77,78.].

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΘΕΜΕΛΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ.

«όφελον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς.» ―[Πρός Γαλάτας 5: 12].

Μας παρακαλούν ευγενικά επίσης να καταλάβομε αυτό το χωρίο απλώς σαν μια έκ­φραση της επιθυμίας του αποστόλου ότι ορισμένα πρόσωπα θα έπρεπε να απο­κλει­σθούν από την εκκλησία. Αλλά κατείχε και ασκούσε [ο ίδιος] το δικαίωμα να δι­ευθύ­νει τον αποκλεισμό μελών από την εκκλησία. Τέτοιες διαταγές είχαν δοθεί επαν­ει­λημ­μέ­νως. ―[Α΄ Πρός Τιμόθεον 6: 5, «παραδιατριβαί διεφθαρμένων ανθρώπων τον νουν και απεστερημένων της αληθείας, νομιζόντων πορισμόν είναι την ευσέβειαν. Αφί­σ­τα­­σο από των τοιούτων.», Β΄ Πρός Τιμόθεον 3: 5, «έχοντες μόρφωσιν ευσεβεί­ας, την δε δύ­ναμιν αυτής ηρνημένοι. και τούτους αποτρέπου.», Β΄ Πρός Θεσσαλονι­κείς 3: 6, «Πα­ραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος και μη κα­τά την πα­ρά­δοσιν ην παρέλαβον παρ’ ημών.», και 14, «ει δε τις ουχ υπακούει τω λόγω ημών διά της επιστο­λής, τούτον σημειούσθε, και μη συναναμίγνυσθε αυτώ, ίνα εντρα­πή·».]

Σ’ αυτή την περίπτωση «όφελον και = θα ήθελα ακόμη και» είναι κάτι που μπορεί να γίνει αλλά για το οποίο δεν είχε την δύναμη απολύτως να το διατάξει.

Ξανά: «όφελον και αποκόψονται». Είναι ο αποκλεισμός από την εκκλησία τέ­τοια ακραία τιμωρία για να δικαιολογήσει τη χρήση της λέξεως «και»;

«όφελον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς.».

Αποκόψονται από το ρήμα αποκόπτω. Ποία η σημασία αυτού του ρήματος;

Οι αρχικοί ορισμοί του ρήματος κόπτω, που δίδονται από τους Liddell και Scott, είναι οι εξής:

  1. Επιτίθεμαι, κτυπώ, κόβω.
  2. Κτυπώ κάτω, πίπτω, φονεύω.
  3. Αποκόπτω, τεμαχίζω, εκτέμνω.

Με την Ελληνική πρόθεση από, το ρήμα αποκόπτω ορίζεται από τις ίδιες αυ­θεντίες ως «κόπτω από, πελεκώ από, ρίπτω εκτός θέσεως, εκτέμνω».

Ας ρίξομε μια ματιά και σε άλλα μέρη της Καινής Διαθήκης όπου χρησιμο­ποιείται:

  1. Μάρκος 9: 43, «και εάν σκανδαλίζη σε η χείρ σου, απόκοψον αυτήν· κα­λόν σοί εστι κυλλόν εις την ζωήν εισελθείν, ή τας δύο χείρας έχοντα απελ­θείν εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,»
  2. Μάρκος 9: 45, «και εάν ο πούς σου σκανδαλίζη σε, απόκοψον αυτόν· κα­λόν σοί εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν, ή τους δύο πόδας έχοντα βλη­θήναι εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,»
  3. Ιωάννης 18: 10, «Σίμων ουν Πέτρος έχων μάχαιραν είλκυσεν αυτήν, και έπαισε τον του αρχιερέως δούλον και απέκοψεν αυτού το ωτίον το δεξιόν· ην δε όνομα τω δούλω Μάλχος.»
  4. Ιωάννης 18: 26, «ηρνήσατο ουν εκείνος και είπεν· ουκ ειμί. λέγει εις εκ των δούλων του αρχιερέως, συγγενής ων ου απέκοψε Πέτρος το ωτίον· ουκ εγώ σε είδον εν τω κήπω μετ’ αυτού;»
  5. Πράξεις 27: 32, «τότε οι στρατιώται απέκοψαν τα σχοινία της σκάφης και είασαν αυτήν εκπεσείν.»

Είναι δυνατόν να υπάρχει αμφιβολία για την σημασία αυτής της λέξης; Ο Παύλος εύχεται αυτές οι εκκλησίες να κάνουν ό,τι αυτός επιθυμούσε να κάνει και η εκκλησία στην Κόρινθο. Επιθυμούσε οι ανομούντες να «αποκοπούν» από προσώ­που γης.

Στα Commentaries (σχόλια) του Adam Clarke ευρίσκομε το ακόλουθο σχόλιο επ’ αυτού του χωρίου:

«Στην πρώτη ματιά φαίνεται ότι οι απόστολοι προσευχόταν για την κατα­στρο­φή των ψευδοδιδασκάλων οι οποίοι είχαν διαστρέψει τις εκκλησίες της Γαλατίας.»

Ο πολυμαθής σχολιαστής δεν μας πληροφορεί πως μπορεί να απαλειφθεί η πρώτη εντύπωση που μας δημιουργεί η ανάγνωση αυτού του χωρίου.

Ο Olshausen λέγει: «Η κατάρα της τιμωρίας κατά των αντιπάλων.»

Το βιβλίο Pulpit Commentary των Spence και Extell υποστηρίζει τη θεωρία της αυτο-αποκοπής ―δηλαδή την ευχή οι ίδιοι να ακρωτηριάσουν τους εαυτούς των· και πο­λύ εκφραστικά αποκηρύττει την κατασκευασμένη υπόθεση η οποία θέλει τον απόστο­λο να αναφέρεται απλώς στην έξωση (αφορισμό) ―[Commentary on Gala­ti­ans, p. 248]

Η θεωρία του αυτο-ακρωτηριασμού είναι απλώς παράλογη. Κατ’ αυτήν την άποψη, ο Παύλος λέγει: «Θα ήθελα αυτούς που σας αναστατώνουν ει δυνατόν να αυ­το-ακρωτηριαζόταν.» Πώς όμως αυτό θα ανακούφιζε την εκκλησία;

Όχι· ο Παύλος ήθελε αυτούς τους αιρετικούς να θανατωθούν.

Τους είχε ήδη προφέρει καταραμένους (τους αναθεμάτισε):

«ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μετα­στρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού.

αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγ­γε­λι­σάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω.» ―[Πρός Γαλάτας 1: 7, 8.].

Και ξανά:

«ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ό παρε­λάβετε, ανάθεμα έστω.» ―[Πρός Γαλάτας 1: 9.].

Τώρα, ποία να είναι η σημασία της κατάρας του αναθεματισμού;

Στο βιβλίο Ιησούς του Ναυή 6: 17, 18, διαβάζομε το εξής:

«και έσται η πόλις ανάθεμα, αυτή και πάντα, όσα εστίν εν αυτη, Κυρίω Σα­βα­ώθ· πλήν Ραάβ την πόρνην περιποιήσασθε, αυτήν και πάντα όσα εστίν εν τω οίκω αυ­τής.

αλλά υμείς φυλάξεσθε σφόδρα από του αναθέματος, μήποτε ενθυμηθέντες υμείς αυτοί λάβητε από του αναθέματος και ποιήσητε την παρεμβολήν των υιών Ισ­ραήλ ανάθεμα και εκτρίψητε ημάς·»

Ξανά, στο κεφάλαιο 7, στίχος 12:

«και ου μη δύνωνται οι υιοί Ισραήλ υποστήναι κατά πρόσωπον των εχθρών αυτών· αυχένα επιστρέψουσιν έναντι των εχθρών αυτών, ότι εγενήθησαν ανάθεμα· ου προσθήσω έτι είναι μεθ’ υμών, εάν μη εξάρητε το ανάθεμα εξ υμών αυτών.»

Μεταξύ των Εβραίων, το να αναθεματιστείς ήταν ζήτημα προσήκουσας τιμω­ρίας.

«Εάν δε γένηται εν τινι αμαρτία κρίμα θανάτου και αποθάνη και κρεμάσητε αυτόν επί ξύλου,

ου κοιμηθήσεται το σώμα αυτού επί του ξύλου, αλλά ταφή θάψετε αυτό εν τη ημέρα εκείνη, ότι κεκατηραμένος υπό Θεού πας κρεμάμενος επί ξύλου· και ου μη μι­ανείτε την γην, ην Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι εν κλήρω.» ―[Δευτερονόμιον 21: 22-23.].

Οποιοσδήποτε ήταν καταραμένος ή αναθεματισμένος θα μπορούσε νομίμως να θανα­τωθεί.

Ο Παύλος υπήρξε διώκτης πριν την μετατροπή του ―και ήταν ακόμα διώ­κτης. Το πνεύμα της δίωξης [αναθεματισμού] διαχέεται παντού μέσ’ τα γραπτά του.

«ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα. μαράν αθά.» ―[Α΄ Πρός Κορινθίους 16: 22].

[Στην Πρός Γαλάτας 1: 6-9, «Θαυμάζω ότι ούτω ταχέως μετατίθεσθε από του καλέσαντος υμάς εν χάριτι Χριστού εις έτερον ευαγγέλιον, ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τι­νές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χρι­στού. αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγγε­λι­σάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω. ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευ­αγγελίζεται παρ’ ό παρελάβετε, ανάθεμα έστω.» δηλώνει ότι ακόμα και αν άγγελος εξ ουρανού κηρύξει σ’ αυτούς άλλο ευαγγέλιο αυτοί οφείλουν να πιστεύουν το δικό του. Αλλιώς να πάνε στ’ ανάθεμα.]

Στην Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 1: 8[-9], «εν πυρί φλογός, διδόντος εκδίκησιν τοις μη ειδόσι Θεόν και τοις μη υπακούουσι τω ευαγγελίω του Κυρίου ημών Ιησού Χρι­στού, [οίτινες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου του Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού,]» ο Κύριος Ιησούς αναφέρεται [υπό του Παύλου] ότι «παίρνει εκδίκηση» πάνω [στους άθεους] και σε κείνους που δεν υπακούουν το Ευ­αγγέλιό του.

Στην Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 20, «ων εστιν Υμέναιος και Αλέξανδρος, ους παρέ­δωκα τω σατανά, ίνα παιδευθώσι μη βλασφημείν.». Παρέδωσε στον Σατανά τον Υμέναιο και τον Αλέξανδρο, οι οποίοι είχαν αποχωρήσει από την πίστη,.

Στην Β΄ Πρός Τιμόθεον 4: 14, «Αλέξανδρος ο χαλκεύς πολλά μοι κακά ενεδεί­ξατο· αποδώη αυτώ ο Κύριος κατά τα έργα αυτού·».

Στην Πρός Τίτον 1: 10-11, «Εισί γαρ πολλοί και ανυπότακτοι, ματαιολόγοι και φρεναπάται, μάλιστα οι εκ περιτομής, ους δεί επιστομίζειν, οίτινες όλους οίκους ανα­τρέπουσι διδάσκοντες α μη δεί αισχρού κέρδους χάριν.» αναφέρεται σε ‘κείνους εν­τός της εκκλησίας που ήταν ανάγωγοι και μάταιοι συζητητές και απατεώνες, και πα­ραγγέλλει [στον Τίτο] ότι πρέπει να τους κλείνει το στόμα.

Στις Πράξεις 13: 8-11, ο Παύλος αντιπρο­σω­πεύει τον τιμωρό του Ελύμα διά τυφλώσεως, αυτού του «υιού του δια­βό­λου», ο οποίος είχε αντιταχθεί στον Βαρ­νάβα και τον [απόστολο] Παύλο, με την προσπάθειά του να απο­τρέψει τον ανθύπατο [Ρω­μαίο Σέρ­γιο Παύλο] από την πί­στη.

ανθίστατο δε αυτοίς Ελύμας ο μάγος -ούτω γαρ με­θερμηνεύεται το όνομα αυ­τού- ζητών διαστρέψαι τον ανθύπατον από της πίστεως. Σαύλος δε, ο και Παύλος, πλη­σθείς Πνεύματος αγίου και ατενίσας προς αυτόν είπεν· ω πλήρης παντός δόλου και πά­σης ραδιουργίας, υιε διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύ­νης, ου παύση δια­στρέ­φων τας οδούς Κυρίου τας ευθείας; και νυν ιδού χείρ Κυρίου επί σε, και έση τυφλός μη βλέπων τον ήλιον άχρι καιρού. παραχρήμα δε έπεσεν επ’ αυτόν αχλύς και σκότος, και περιάγων εζήτει χειραγωγούς.».]

Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο Παύλος ισχυροποιούσε τα θεμέλια της Ιεράς Εξετάσεως. Αυτά τα θεμέλια είχαν ήδη τεθεί από τα ίδια τα δόγματά του και από τις διδασκαλίες και το παράδειγμα τού Πέτρου· και αυτοί οι απόστολοι πάλι ενθαρρύ­νονταν από τις καταγγελίες του ίδιου του Ιησού κατά των απίστων. Αυτοί που θεμε­λί­ωσαν την Ιεράν Εξέτασιν επίσης ενθαρρύνονταν από τις επικυρώσεις (του Ιησού) των τιμωριών διά βασανιστηρίων [και φωτιάς]. (Ματ­θαί­ος 3: 10, «ήδη δε και η αξίνη προς την ρί­ζαν των δένδρων κείται· παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκ­κό­πτεται και εις πυρ βάλλεται.». 3: 12, «ου το πτύον εν τη χειρί αυτού και διακαθαριεί την άλωνα αυτού, και συνάξει τον σίτον αυτού εις την αποθήκην, το δε άχυρον κατα­καύ­σει πυ­ρί ασβέστω.». 13: 30, «άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερι­σμού, και εν καιρώ του θερισμού ερώ τοις θερισταίς· συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια και δή­σατε αυ­τά εις δέσμας προς το κατακαύσαι αυτά, τον δε σίτον συναγάγετε εις την αποθήκην μου.». 13: 40-42, «ώσπερ ουν συλλέγεται τα ζιζάνια και πυρί καίεται, ούτως έσται εν τη συντελεία του αιώνος τούτου. αποστελεί ο υιός του ανθρώπου τους αγγέλους αυτού, και συλλέξουσιν εκ της βασιλείας αυτού πάντα τα σκάνδαλα και τους ποιούντας την ανομίαν, και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.». 18: 34-35, «και οργισθείς ο κύριος αυ­τού παρέ­δωκεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδω παν το οφειλόμενον αυτω. Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφω αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών.» κλπ. Μάρκος 16: 16, «ο πι­στεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεταιΛουκάς 12: 47, «εκεί­νος δε ο δούλος, ο γνούς το θέλημα του κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μη­δέ ποιή­σας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς·», 14: 23, «και είπεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμι­σθή ο οίκος μου.»19: 27, «πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασι­λεύ­σαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.». κλπ. Ιωάν­νης 15: 6, «εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνά­γου­σιν αυτά και εις το πυρ βάλλουσι, και καίεται.». Αυτό απετέλεσε την θε­ο­λογική δικαι­ο­λο­γία της χρήσεως της φωτιάς μαζί με τα χωρία του Ματθαίου που αναφέραμε, 21: 44, 22: 7, 25: 29-30, κλπ, και πολ­λά χω­ρία της Παλαιάς Διαθήκης, κλπ.).

Θα έχομε την ευκαιρία, στη συνέχεια, να παρατηρήσομε ότι με το πέρασμα του χρόνου αυτά τα θεμέλια στα­διακά ισχυροποιήθηκαν. Αλλά μια επί πλέον περί­στα­ση πρέπει να αναφερθεί εδώ. Υπήρχε ένα έγγραφο σε γενική κυκλοφορία από τα πρώιμα χρόνια της εκκλησίας, και τον καιρόν εκείνο εθεωρείτο ως έχον υψηλό κύρος. Είχε τίτλο, «Η Επιστολή του Κλήμεντος προς Ιάκωβον». Είναι μεταφρασμένο στον 17ο τόμο της συλλογής «Προ Νικαίας Χριστιανική Βιβλιοθήκη».

Σ’ αυτή την επιστολή, ο Κλήμης περιγράφει την χειροτονία του. Μας λέγει ότι όταν ο Πέτρος κόντευε να πεθάνει, αφού μαζεύτηκαν οι αδελφοί (στη Ρώ­μη), επέ­θε­σε (ο Πέτρος) τα χέρια του στον Κλήμεντα, ως ο επίσκοπος, και του μετέδωσε την εξου­σία του «δέειν και λύειν» (αμαρτίες), κλπ., και για ‘κείνον που θα είχε παράπονα και δια­φορές τον καθιστούσε Πρόεδρο της Αλήθειας, και αφού εδήλωσε ότι ένας τέτοιος αμαρ­τάνει κατά του Χριστού και προσβάλλει τον Πατέρα όλων, ο Πέτρος συνέχισε ως εξής:

«Από ‘δω και μπρος, αυτός δεν θα ζήσει· και γι’ αυτό αρμόζει σε όποιον προ­ε­δρεύει να κατέχει τη θέση ιατρού· και να μην περιθάλπει την οργή ενός παραλόγου κτήνους.».

[Σ’ αυτό το κεφάλαιο βλέπομε ότι ο σπουδαίος ερευνητής Charles B. Waite, διαφωνεί ρι­ζικώς με την καθιερωμένη ερμηνεία του χωρίου «όφελον και απο­κό­ψον­ται οι αναστατούντες υμάς.» (Πρός Γαλάτας 5: 12), όπως συνεχώς την απαν­τάμε σε όλες τις ερμηνευτικές εκδόσεις της Καινής Διαθήκης μετά το τέλος της συ­νό­δου του Τριδέντου το 1563. Γράφουν δηλαδή ότι ο Παύλος εκφράζει εδώ μια ειρωνι­κού τύ­που επιθυμία. Διότι ενώ δεν κηρύττει την περιτομή, πολλοί την επιζητούν και ανα­στα­τώνουν τους Γαλάτες. (Στην πραγματικότητα πρόκειται για χριστιανοΕβραίους που ζού­σαν στα μέρη της Γαλα­τί­ας της Μικράς Ασίας, Πρός Γαλάτας 2: 15, «Ημείς φύ­σει Ιουδαίοι και ουκ εξ εθνών αμαρτωλοί,», κ. α.). Συνεπώς, όπως ερμηνεύουν οι ορθό­δοξοι ερμηνευτές, με το γράψιμό του σ’ αυτό το σημείο, ο Παύλος εύχεται ειρω­νι­κά το εξής: «Αυτοί που επι­ζη­τούν την περι­το­μή και σας αναστατώνουν δεν πάνε κα­λύ­τε­ρα και να ευνουχισθούν τελεί­ως!». Δηλαδή με το «και αποκόψονται» εν­νοεί την ολο­σχερή αποκοπή γεννητικών οργάνων και όχι μόνο της ακροβυστίας. Ο Waite όμως προσπαθεί να αποδείξει ότι ο Παύλος δεν εννοεί κα­θόλου αυτό. Κυ­ριο­λε­κτικά επιθυ­μεί την πλήρη εξολόθρευση όλων αυτών των ατό­μων, μόνο που οι περιστάσεις σ’ αυ­τή την περίπτωση δεν του επι­τρέπουν να το επι­βάλ­λει όπως το έκανε πριν με την εκ­κλησία της Κορίνθου.

Όπως και να έχει το πράγμα από διάφορα χωρία των επιστολών του αποδεικ­νύεται ότι ο Παύλος πρέπει να είχε κάποιο σοβαρό σύμπλεγμα και σοβαρή εμμονή με τα γεννητικά όρ­γα­να, την πόσθη και τον ερωτισμό. Φαίνεται πως τον ενο­χλούσαν σφόδρα! Παντού διαχέεται ένας αντιερωτισμός. Κάθε τόσο το ίδιο βιολί με την ακρο­βυστία και την περιτομή…! Βαριέσαι και σιχαίνεσαι να το συναντάς συνέχεια. Πολ­λοί φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι ο ίδι­ος ο Παύλος πρέπει να ήταν ευ­νούχος! Όπως αναφέραμε στο πρώτο μέρος της εργασίας αυτής περί της ασθενείας του Παύ­λου, ο Γάλλος ερευ­νητής Robert Ambelain διαγιγνώσκει ότι υπέφερε από κληρονο­μι­κή ή ακριβέστερα συγγενή σύφιλη που ήταν ο σκόλοψ του, τον οποίον ύμνησε μέσα στις επιστολές του. Πρέπει να ομολογήσομε όμως ότι είναι πολύ δυσχερές το να απο­φανθούμε ποίος ήταν ο σκόλοψ του Παύλου, για τον οποίον γράφει διάφορες στρε­ψο­δικίες και ανοη­σίες στις επιστολές του: Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς 2: 3, Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς 10: 10, 11: 6, 30, 12: 5-10, Πρός Γα­λά­τας 4: 13-14, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς 1: 24. Ακόμη δυσχερέστερο είναι το ερώτημα εάν υπήρχε η σύφιλη κατά την αρχαιότητα.]

ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΚΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Αυτοί είναι οι πιο εξέχοντες πατέρες της εκκλησίας. Ήταν οι ερμηνευτές του Συμ­βόλου της Πίστεως της Νικαίας, και οι υψηλότατες αυθεντίες επί της πίστεως και του δόγματος.

Εφ’ όσον οι πατέρες αυτοί θεωρούνται ως τα μεγαλύτερα σύμβολα της Χρι­στια­νικής ευσεβείας και μορφώσεως, και οι μεγάλοι συντελεστές του Χριστιανικού Δόγμα­τος, οι απόψεις των στο θέμα του διωγμού, και ιδιαιτέρως όταν αφορά τον δι­ωγμό των αιρετικών, αποκτούν υψίστη σημασία.

ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ

Υπό τον Κωνσταντίνο και τους γιους του, εξεδόθησαν εντολές κατά των αιρε­τικών, ιδιαιτέρως κατά των Δονατιστών, οι οποίοι υπέστησαν τις πιο σκληρές τι­μω­ρί­ες. Κατά το 482, υπό τον Θεοδόσιο Ι, εξεδόθη ένα διάταγμα κατά των Μανιχαίων και άλλων αιρέσεων. Ένας νόμος του Ονορίου, το 398, εκφόβησε τους καθηγητές ορι­σ­μένων αιρέσεων, και ιδιαιτέρως τους ιερείς των Μοντανιτών και των Ευνομι­α­νών, με εξορίες και θανατώσεις εάν αυτοί επέμεναν να συγκεντρώνουν κόσμο. Τα δι­α­τάγ­ματα για την εκρίζωση των παραδοσιακών θρησκειών της υπαί­θρου ήταν ακόμα αυ­στηρό­τερα. Ο Ιερώνυμος και ο Λέων ο Μέγας ήταν υπέρ της θανατι­κής ποινής.

Α ρίξομε μια ματιά στις διδαχές του Ιερωνύμου:

«Μπορούμε να ρωτήσομε» μας λέγει «πώς γίνεται ο Θεός να είναι αγαθός, ο οποίος έδωσε τον νόμο και τους προφήτες, όταν βλέπει τη ζωή των διεφθαρμένων να ευ­δοκιμεί, και αυτοί να μην υφίστανται τίποτα απ’ αυτόν, σύμφωνα με την τιμωρία που τους αρ­μόζει. Έχουν πραγματικά πολλαπλασιαστεί, όλοι αυτοί που έχουν απο­χω­ριστεί ―αυ­τοί που με λυσσαλέα σαγόνια γαβγίζουν κατά του δημιουργού των― και οι οποίοι με υβριστική γλώσσα τον μέμφονται με βλάσφημους λόγους.

Αυτοί έχουν αφθονήσει ―αυτοί έχουν φυτρώσει, και έχουν επεκτείνει ρίζες. Έχουν γεννήσει γιους, και έχουν προσφέρει καρπούς. Τί καρπούς έχει προσφέρει ο Μαρκίων, με το να δημιουργήσει υιούς της απιστίας; Τί ο Βασιλίδης; Τί ο Βαλεν­τί­νος; Όσον αφορά αυτούς, πραγματικά, έχει προφητευτεί, λέ­γοντας: “Έχουν γεννήσει γιους, και έφεραν καρπό. Βρίσκεσαι κοντά στο στόμα των, αλλά μακριά από την καρ­δία τους.”. Επικαλούνται τον Ιησού· αλλά δεν τον έχουν, και ούτε τον ομολογούν ως Χριστό. “Και συ, Κύριε, με έχεις γνωρίσει, και με έχεις δοκιμάσει ενώπιον σου. Α­γία­σε τους όταν έλθει η ημέρα της σφαγής των”.

[Βλέπε Ιερεμίας 12: 1-3: «Δίκαιος ει, Κύ­ριε, ότι απολογήσομαι προς σε, πλήν κρίμα­τα λαλήσω προς σε· τι ότι οδός ασε­βών ευοδούται, ευθήνησαν πάντες οι αθε­τούντες αθετήματα; εφύτευσας αυτούς και ερ­ρι­ζώθησαν· ετεκνοποιήσαντο και εποί­η­σαν καρ­πόν· εγγύς ει συ του στόματος αυ­τών και πόρρω από των νεφρών αυτών. και συ, Κύ­ριε, γινώσκεις με, δεδοκίμακας την καρδίαν μου εναντίον σου· άγνισον αυ­τούς εις ημέραν σφαγής αυτών.»].

Κατά ποί­ον τρόπο θα όφειλα να­ ερμηνεύσω αυτό; Ονομάζει τα βασανιστήρια αυτών που βα­σα­νίζονται, αγιασμό. (Tormenta sanctificatiomen vocateorum quitor­que­n­tur.). “Αγί­ασε αυτούς,” λέγει, “όταν φθάσει η ημέρα της σφαγής αυτών.”. Δηλα­δή, “με το να τους φονεύσεις, τους αγιάζεις.”». (Id est, perhoc quod interficis eos, sancti­fica eos.). ―[Εργασίες του Ιερωνύμου, Τόμος V, 818.].

Εδώ ευρίσκεται το δόγμα του Παύλου ―η καταστροφή της σάρκας για να σωθεί το πνεύμα κατά την ημέρα του Κυρίου Ιησού. Αλλά ο Ιερώνυμος έχει βελτιώ­σει τον απόστολο, και έχει επεξηγήσει ότι η σάρκα μπορεί να καταστραφεί από βασα­νιστήρια, και ότι τα βασανιστήρια θα έχουν ως επακόλουθο τον αγιασμό.

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Στη νεανική του ηλικία, ο Αυγουστίνος εδίδαξε θρησκευτική ελευθερία. Αλλά αυτά ήταν οι γενικοί παλμοί της νεότητας. Καθώς προχωρούσε στην ηλικία, είδε το σφάλμα του. Στο βιβλίο του “Retractationes ”(=Ανακλήσεις), αυτός ανακάλεσε τις πρώην διδασκα­λί­ες του επ’ αυτού του θέματος:

«Υπάρχουν δύο δικά μου βιβλία» μας λέγει, ο τίτλος των οποίων είναι, “Εναν­τίον του Κόμματος του Δονάτου”. Στο πρώτο απ’ αυτά τα βιβλία είπα ότι δεν συνηγο­ρούσα υπέρ της βιαίας επαναφοράς των σχισματικών στην κοινωνία [μας] διά της δυ­νάμεως καμίας κοσμικής εξουσίας. Πράγματι, τότε δεν συνηγορούσα υπέρ της, διότι δεν είχα ακόμα ανακαλύψει διά της εμπειρίας, ούτε σε πόση κακότητα η ατιμω­ρησία θα τους ενεθάρρυνε, ούτε σε πόσο καλλίτερες καταστάσεις η φιλοπονία της πειθαρ­χί­ας θα τους έφερνε.» ―[Retractationes, Liber II, Caput V.]

Αφού λοιπόν έμαθε διά της εμπειρίας τα καλά αποτελέσματα «της φιλοπονίας της πειθαρχίας,» από ‘κεί και μετά, ήταν απόλυτα ειλικρινής στην συνηγορία του υπέρ του διωγμού.

Στο γράμμα του προς τον Vincentius, 408 Κ. Ε., λέγει:

«Αποκλειόμαστε από τη ξεκούραση ένεκα των Δονατιστών· η καταπίεση και η διόρθωση των οποίων, από τις εξουσίες που ο Θεός όρισε, μου φαίνεται πως δεν εί­ναι μάταιος κόπος…

Είσαι της γνώμης ότι κανείς δεν πρέπει να αναγκάζεται να ακολουθεί την ορ­θότητα· και όμως αναγιγνώσκεις ότι ο κύριος του οίκου είπε στους δούλους του “οποι­ονδήποτε βρείτε, αναγκάστε τους να έλθουν μέσα”…

[Βλέπε: Λουκάς 14: 23, «και εί­πεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγ­κα­σον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου». Το «cogito intrare», όπως γράφει ο Αυγου­στίνος, έχει μείνει παροιμιώδες. (Από τα λατινικά ρή­ματα cogere και intrare.)].

Ο Παύλος παρεδόθη για να φυλακιστεί και να του περάσουν δεσμά· αλλά ο Σατανάς είναι χωρίς αμφιβολία χειρότερος από κάθε δεσμοφύλακα· όμως σ’ αυτόν ο Παύλος παρεδόθη [μόνος του] ένας άνδρας για την καταστροφή της σάρκας ώστε το πνεύμα να σωθεί κατά την ημέρα του Κυρίου Ιησού…

Γι’ αυτό, μια μητέρα κάνει οτιδήποτε αληθινό και σωστό, ακόμα και όπου τα παιδιά της αισθάνονται κάτι δριμύ και οδυνηρό να περνά από τα χέρια της, αυτή δεν αποδίδει κακό για κακό, αλλά εφαρμόζει πειθαρχεία για να αποτρέψει το κακό της αμαρτίας, όχι με το μίσος που ζητά να βλάψει, αλλά με την αγάπη που ζητά να θερα­πεύσει. Εάν η επιβολή διωγμού ήταν σε όλες τις περιπτώσεις μεμπτή, δεν θα είχε γρα­φεί στα ιερά βιβλία: “Οποιοσδήποτε συκοφαντεί μυστικά τον γείτονα του, αυτόν θα καταδιώξω” (αποκόψω). Γι’ αυτό, σε μερικές περιπτώσεις, αυτός που υφίσταται τον διωγ­μό, έχει άδικο· και αυτός που τον επιβάλλει, έχει δίκιο…

Αληθινά, λοιπόν, αν περασμένα γεγονότα που έχουν καταγραφεί στα προφη­τι­κά βιβλία ήταν μελλοντικά σημεία, τότε εδόθη ένα ση­μείο, διά του βασιλέως Ναβου­χοδονό­σο­ρος, και για τον καιρό κατά τον οποίον η Εκκλησία ήταν υπό τους αποστό­λους και γι’ αυτόν που είναι τώρα. Κατά τον καιρό των αποστόλων και των μαρτύ­ρων, εκ­πληρώ­θηκε αυτό το οποίο προφητεύτηκε όταν ο προαναφερθείς βασιλιάς ανάγκασε ευ­σε­βείς και δικαίους ανθρώπους να σκύψουν μέχρι χάμω μπροστά στην εικό­να του, και έριξε μέσα στις φωτιές όλους όσους αρνήθηκαν. [Βλέπε Δανιήλ 3: 1-7.]. Τώρα, όμως, εκπληρώθηκε αυτό το οποίο προφητεύτηκε αμέσως μετά διά του ιδίου βασιλέως, όταν, αφού προσηλυτίστηκε για να λατρεύει το αληθινό Θεό, εξέ­δω­σε ένα διάταγμα σε όλη την αυτοκρατορία του, ότι όποιοι ομιλούν εναντίον του Θεού των Σεδράχ, Μισάχ και Αβγεναγώ, θα υποστούν την τιμωρία που στο έγκλημά τους αξίζει. [Βλέπε Δανιήλ 3: 29.]. Ο πρώιμος καιρός αυτού του βασιλέως αντιπροσωπεύει τον πρώην καιρό των αυτοκρατόρων οι οποίοι δεν πί­στευ­αν στον Χριστό, στα χέρια των οποίων οι Χριστιανοί υπέφεραν ένεκα των αχρείων. Αλλά ο ύστερος καιρός αυ­τού του βασιλέως αντιπροσωπεύει τον καιρό των διαδόχων του αυτοκρατορικού θρό­νου, όπου τώρα πιστεύουν στον Χριστό, στα χέρια των οποίων οι αχρείοι υποφέρουν ένε­κα των Χριστιανών.». ―[Επιστολές του Αυγουστίνου, σελίδα 395, και μετά.].

Ξανά, ομιλών για τους αιρετικούς, λέγει:

«Ας πλακώσει ο θάνατος επάνω τους, και άσε τους να πάνε κάτω γρήγορα στην κόλαση· όπως ο Δαθάν και ο Αβειρών, οι συγ­γραφείς ενός ασεβούς σχίσμα­τος.». ―[Επιστο­λές του Αυγουστίνου, σελίδες 395-420.].

[Περί Δαθάν και Αβειρών με­λε­τείστε: Αριθμοί, κεφάλαια 16, 26, Δευτε­ρονό­μι­ον 11, Ψαλμός 105: 17, Σοφία Σει­ράχ 55: 18, Δ΄ Μακκαβαίων 2: 17].

Αυτές ήταν οι διδαχές σύμφωνα με τις οποίες το κάψιμο των αιρετικών άρχισε αμέσως μετά και συνεχίστηκε κατά διαστήματα μέχρι τον δωδέκατο αιώνα, όταν πλέ­ον οργανώθηκε σε σύστημα, και συνεχίστηκε εκτεταμένα σ’ όλο τον Χριστια­νικό κό­σμο για πεντακόσια περίπου χρόνια.

ΙΗΣΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΣ

Ο Ιησούς, σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, δίδαξε το δόγμα της τιμωρίας διά της φωτιάς της κολάσεως· χρησιμοποιώντας την λέξη Γέεννα [3] (κάπου 12 φορές), δη­λαδή την κοιλάδα του Εννώμ, όπου τα πτώματα των κακοποιών εκαίγοντο, σαν σύμ­βολο για τον τόπο όπου οι πράττοντες τα φαύλα θα ετιμωρούντο στο μέλλον. Και σύμφωνα με τον συγγραφέα του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, αυτός (ο Ιησούς) εκ­φρα­στικότατα επικύρωσε την τιμωρία διά βασανισμού.

[Υποσημείωση 3: Γέεννα είναι σύντμηση και παραφθορά του Γη + Χεννώμ που ήταν η κοιλάδα του Εννώμ λίγο έξω από την Ιερουσαλήμ, όπου πέταγαν και έκαιγαν κακο­ποιούς και εγκληματίες ζωντανούς ή νεκρούς και πτώματα ζώων και κατά εποχές νη­πίων θυσιών. Άρα πρό­κειται για την ονομασία αυτής της κακόφημης περιοχής την οποία αργότερα οι Χριστιανοί πα­ρέφθειραν και την έκα­ναν ομώνυμη με την κόλαση του αιωνίου πυρός και των βασάνων που αυτοί προοι­ω­νίζονται…. Η πυρομανία στον Χριστιανισμό τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη εί­ναι η ισχυ­ρότερη, συμπλεγματι­κότερη και καταστροφικότερη εμμονή αυτής της φρι­κτής μάστιγας! Παντού τα γραπ­τά τους είναι γεμάτα με φοβέρες πύρός. Έγινε δε το χειρότερο μέσο καταστροφής πο­λιτισμών και ένα από τα αποτελεσματικότερα και συνήθη μέσα θανατώσεως εκατομ­μυρίων ανθρώπων από τους Χριστιανούς.]

«και οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδώ παν το οφειλόμενον αυτώ.

Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών.». ―[Ματθαίος 18: 34-35.]

[Ακόμα:

«τότε είπεν ο βασιλεύς τοις διακόνοις· δήσαντες αυτού πόδας και χείρας άρατε αυτόν και εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.». ―[Ματθαίος 22: 13.]

«εκείνος δε ο δούλος, ο γνούς το θέλημα του κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς».―[Λουκάς 12: 47.].

«και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασά­νοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λά­ζα­ρον εν τοις κόλποις αυτού.».―[Λουκάς 16: 23-24.]].

Η τιμωρία στην φωτιά της κολάσεως επρόκειτο να είναι παντοτινή.

―[Ματ­θαίος 18: 8, «ει δε η χείρ σου ή ο πούς σου σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτά και βάλε από σου· καλόν σοί εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν ή κυλλόν, ή δύο χείρας ή δύο πό­δας έχοντα βληθήναι εις το πυρ το αιώνιον.»,

Ματ­θαίος 25: 41, «τότε ερεί και τοις εξ ευωνύ­μων· πορεύεσθε απ’ εμού οι κα­τηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυ­τού.»,

Ματ­θαίος 25: 46, «και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον».]

―[Μάρκος 9: 43-48, «και εάν σκανδαλίζη σε η χείρ σου, απόκοψον αυτήν· καλόν σοί εστι κυλλόν εις την ζωήν εισελθείν, ή τας δύο χείρας έχοντα απελθείν εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται. και εάν ο πούς σου σκανδαλίζη σε, απόκοψον αυτόν· καλόν σοί εστιν εισ­ελ­θείν εις την ζωήν χωλόν, ή τους δύο πόδας έχοντα βληθήναι εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται. και εάν ο οφθαλμός σου σκανδαλίζη σε, έκβαλε αυτόν· καλόν σοί εστι μονό­φθαλμον εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού, ή τους δύο οφθαλμούς έχοντα απελ­θείν εις την γέενναν του πυρός, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται.».]

[Βλέπε και:

Ματθαίος 8: 12, «οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων»,

Ματθαίος 25: 30 «και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώ­τε­ρον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων»,

Λουκάς 16: 23-26, «και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρ­χων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λά­ζα­ρον εν τοις κόλποις αυ­τού. και αυτός φωνήσας είπε· πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυ­νώμαι εν τη φλογί ταύτη. είπε δε Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι· και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν.].

Ο Παύλος, με την ιδέα να ανακουφίσει τον άνομο από την τρομερή καταδίκη, και ταυτοχρόνως απονέμοντας σ’ αυτόν τιμωρία στην εδώ ζωή, εδίδαξε ότι το σώμα μπορεί να καταστραφεί, για να σωθεί το πνεύμα κατά την ημέρα του Κυρίου Ιησού.

Εάν ο Ιησούς είπε ό,τι αναφέρεται πως είπε στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, πρέπει να υπήρχαν παραδόσεις αυτών των λογίων στην κυκλοφορία κατά τον καιρό του Παύλου, και γνωστές σ’ αυτόν· σ’ αυτή την περίπτωση είναι δυνατόν ο Παύλος να πήρε την ιδέα από τα λόγια του Ιησού, καθώς αναφέρεται στο πέμπτο κεφάλαιο του Ματθαίου:

«ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέενναν. και ει η δεξιά σου χείρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμά σου βληθή εις γέενναν». ―[Ματ­θαίος 5: 29, 30.].

«ει δε η χείρ σου ή ο πούς σου σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτά και βάλε από σου· καλόν σοί εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν ή κυλλόν, ή δύο χείρας ή δύο πό­δας έχοντα βληθήναι εις το πυρ το αιώνιον. και ει ο οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου· καλόν σοί εστι μονόφθαλμον εις την ζωήν εισελθείν, ή δύο οφθαλμούς έχοντα βληθήναι εις την γέενναν του πυρός.» ―[Ματ­θαίος 18: 8, 9.].

[Βλέπε και:

«και εάν σκανδαλίζη σε η χείρ σου, απόκοψον αυτήν· καλόν σοί εστι κυλλόν εις την ζωήν εισελθείν, ή τας δύο χείρας έχοντα απελθείν εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται. και εάν ο πούς σου σκανδαλίζη σε, απόκοψον αυτόν· καλόν σοί εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν, ή τους δύο πόδας έχοντα βληθήναι εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται. και εάν ο οφθαλμός σου σκανδαλίζη σε, έκβαλε αυτόν· καλόν σοί εστι μονό­φ­θαλμον εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού, ή τους δύο οφθαλμούς έχοντα απελ­θείν εις την γέενναν του πυρός, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται.». ―[Μάρκος 9: 43-47.]].

[Βλέπε και επιστολή Πρός Εβραίους (η οποία όμως δεν θεωρείται πλέον ότι είναι του Παύλου) 10: 26-32, ειδικά στίχος 27 «φοβερά δε τις εκδοχή κρίσεως και πυρός ζή­λος εσθίειν μέλ­λοντος τους υπεναντίους.».]

Η λογική επέκταση του δόγματος θα απαιτούσε ότι εάν η ανομία εκτείνεται σε όλο το σώμα, όλο το σώμα θα πρέπει να χαθεί μάλλον παρά να βληθή στην κόλαση.

Το δόγμα της αντικαταστάσεως, και των εξιλεωτικών βασάνων τα οποία ο Παύλος γνώριζε πολύ καλά, και για τον οποίον η εξιλέωση ήταν πολύ αρεστό δόγμα, φυσικά και ευνοούσε την ιδέα περί της καταστροφής του σώματος για την σωτηρία της ψυχής. Δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια άλλη μορφή εξιλεωτικού βασανισμού. Αντί ένα άτομο να υποφέρει στην θέση ενός άλλου, ήταν το ίδιο πρόσωπο που υπέ­φε­ρε στην εδώ ζωή, αντί των βασάνων στη ζωή που ήταν καθ’ οδόν. Ήταν βάσανα μι­κράς διαρκείας εδώ αντί των βασάνων διά μέσου ατελείωτων αιώνων μετά από εδώ.

Κατ’ αυτή την άποψη, η επιβολή του αναγκαίου πόνου εδώ ήταν μία πράξη ελέους.

Ο ελεήμων και συμπάσχων χαρακτήρας των πεπραγμένων, από την ορθόδοξη Χριστιανική έποψη, εξηγεί τη χρήση μερικών φράσεων από τους ιεροεξεταστές ― φράσεις οι οποίες, υποτίθεται από μερικούς, χρησιμοποιούντο για χλευασμό.

Ο αιρετικός εισερχόταν μπροστά σ’ ένα «ακροατήριο»· «ανακρινόταν» (με βασανιστήρια)· του δινόταν η προπαρασκευαστική «οδηγία» και «προειδοποίηση» ―εάν επρόκειτο να υποφέρει τα πάντα εκτός από θάνατο, θα «συμφιλιωνόταν»· εάν επρόκειτο να καεί ζωντανός, θα «αναπαυόταν». Το γνωμικό της Ιεράς Εξετάσεως ήταν «έλεος και δικαιοσύνη».

ΥΠΟ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ

«Δεν χάθηκε ούτε στιγμή» λέγει ο Gibbon, «για να αποκλειστούν οι ιερείς και οι κήρυκες των ξεχωριστών συνάξεων από κάθε μερίδιο αμοιβών και απαλλα­γών τις οποίες ο αυτοκράτωρ είχε τόσο απλόχερα απονείμει στους κληρικούς της ορθοδόξου εκ­κλησίας. Αλλά καθώς οι αιρετικοί ακόμα υπήρχαν, κάτω από το σύννεφο της βασιλικής δυσμένειας, η κατάκτηση της Ανατολής ακολουθήθηκε αμέσως από ένα διάταγμα το οποίο ανακοίνωνε την ολοκληρωτική καταστροφή τους.» ―[Αναγραφή από το βιβλίο του Ευσεβίου Η Ζωή του Κωνσταντίνου, τόμος 3, κεφάλαια 63-66.]

Υπό τον Κωνσταντίνον και τους υιούς του εξεδόθησαν διαταγές εναντίον των Δονατιστών, οι οποίοι υπέστησαν τις πιο αυστηρές τιμωρίες. Υπό τον Θεοδόσιον Ι, το έτος 382, οι αιρετικοί ανιχνεύοντο και ετιμωρούντο· και απ’ αυτόν τον καιρό οι όροι «ιερά εξέτασις» και «ιεροεξεταστής» χρησιμοποιούντο γενικώς. Το 385, ο Πρισκιλ­λι­ανός, ο Γνωστικός και Μανιχαίος, δικάστηκε από τον Μάξιμο, στην πόλη Treves, με χρήση βασανιστηρίων, και θανατώθηκε, μαζί με έξη μαθητές του.

ΠΕΜΠΤΟΣ ΑΙΩΝ

Έχοντας δημιουργηθεί κατά τον τέταρτον αιώνα, η Ιερά Εξέτασις ήταν σε πλήρη ακμή τον πέμπτον αιώνα, κατά τον καιρό του Ιερωνύμου και του Αυγουστί­νου, οι οποίοι εγνώριζαν καλώς τα έργα όλων όσων ήταν σαν κι’ αυτούς. Αυτό κατα­δει­κνύεται επαρκώς από τις Επιστολές του ιδίου του Αυγουστίνου.

Στην Επιστολή 104, προς Νεστόριον [στην Κωνσταντινούπολη], λέγει:

«Μήπως κατά τύχη έχεις ακούσει για μια αναφορά, η οποία είναι ακόμα άγ­νωστη σε μας, ότι δηλαδή ο αδελφός μου Πασσίδιος έχει αποκτήσει εξουσία για να διαπράτ­τει πρά­ξεις μεγαλύτερης σκληρότητας εναντίον των πολιτών σου, τους οποί­ους ―συγγνώμη γι’ αυτό που θα πω― αυτός αγαπά κατά τέτοιο τρόπο που πιθανό­τα­τα ευνοεί την ευτυχία τους περισσότερο από ό,τι κάνεις εσύ; Διότι το γράμμα σου δεί­χνει ότι αντελήφθης κά­τι τέτοιο, όταν μου ζητάς να φέρεις μπροστά στα μάτια μου “την όψη που πα­ρου­σί­αζε μια πόλη από την οποία άνθρωποι καταδικασμένοι στα βα­σανιστήρια εσύροντο σ’ αυτά,” και “να αναλογισθώ τους θρήνους μανάδων και γυ­ναικών συζύ­γων, γιων και πατεράδων, την καταισχύνη που αισθανόταν εκείνοι που τυχόν επέστρεφαν, και αφήνονταν ελεύθεροι, πραγματικά, αλλά έχοντας υποστεί τα βασανιστή­ρια, και [ακόμα να αναλογισθώ] τη λύπη και τον στεναγμό που η θέα των πληγών και των σημαδιών τους πρέπει να ανανέωνε.”»

―[Επιστολές του Αυγουστί­νου, τόμος 2, σελίδα 64.]

Ξανά: Στην επιστολή 133, (412 Κ.Ε.,) προς Μαρκελλίνον, λέγει:

«Πραγματοποίησε, Χριστιανέ δικαστή, το καθήκον ενός φιλόστοργου πατέρα. Ας με­τριαστεί η αγανάκτησή σου εναντίον των εγκλημάτων τους από ανθρωπι­στι­κές σκέ­ψεις. Μην εξωθείσαι από την θηριωδία των αμαρτωλών πράξεών τους, για να ικανο­ποιήσεις το πάθος της εκδίκησης, αλλά μάλλον να συγκινείσαι από τα τραύματα που αυτές οι πράξεις έχουν επιφέρει στις ίδιες τις ψυχές τους, και να εξασκείς την επι­θυ­μία να τους θεραπεύσεις. Μην χάσεις τώρα αυτή την πατρική φροντίδα την οποία διατήρησες όταν ασκούσες την ανάκριση, που όταν την έκανες αποσπούσε μαρτυρί­ες τέτοιων φρικιαστικών εγκλημάτων, χωρίς να τους ξαπλώνεις στο στρεβλωτήριο, χωρίς να αυλακώνεις τις σάρκες τους με τα σιδερένια νύχια, χωρίς να τους προκαλείς εγκαύματα με φωτιές, αλλά με το να τους δέρνεις με ραβδιά ―μια μέθοδος σωφρο­νισμού που χρησιμοποιείται από διευθυντές σχολίων, και από τους ίδιους τους γονείς όταν συμμορφώνουν τα παιδιά, και συχνά επίσης από επισκόπους, στις καταδι­κα­στι­κές αποφάσεις εκδοθείσες υπ’ αυτών.

Είναι γενικώς αναγκαίο να χρησιμοποιείς περισσότερη σκληρότητα όταν κάνεις ανάκριση (εξέταση), έτσι ώστε όταν το έγκλημα έλθει στο φως, να υπάρχει χώρος για να επι­δεικνύεις επιεί­κεια. ―[Στην ίδια Επιστολή, σελίδα 170.]…

Μην καλείς το εκτελεστή δήμιο τώρα, όταν πλέον το έγκλημα έχει ανακα­λυ­φθεί, αφού απέφυγες να καλέσεις μέσα τον βασανιστή κατά τον χρόνο που το ανακά­λυ­πτες.»

―[Στην ίδια Επιστολή.]…

Εδώ ο Αυγουστίνος παρότρυνε επιείκεια σε μια ειδική περίπτωση. Αν σ’ αυτή την περίπτωση το άτομο στο οποίο απευθυνόταν [στον δικαστή ή τον ανακριτή δηλα­δή] απόσχε από «το να καλέσει τον βα­σα­νι­στή,» δεν υπήρχε άραγε εκεί βασανιστής καθ’ όλα έτοιμος για να τον καλέσει μέσα αν υποτεθείσθω σκεφτούμε ότι οι επεί­γου­σες ανάγκες της περίπτωσης το απαι­τούσαν;

Όταν ο Ιερώνυμος εξοργίστηκε επειδή ο Βιγιλάντιος απαγόρευσε τη λατρεία των λειψάνων, εξέφρασε την έκπληξή του διότι ο επίσκοπος του σκληρού αιρετι­κού δεν τον κατέστρεψε κατά σάρκα προς το συμφέρον της ψυχής· και ισχυριζόταν ότι ευσέβεια και ζήλος για τον Θεό δεν μπορεί να είναι ασπλαχνία.

Η σκληρότητα, πράγματι, ισχυρίζεται, σε ένα άλλο σημείο των γραπτών του, είναι το πιο γνήσιο ευεργέτημα, διότι προσωρινή τιμωρία μπορεί να αποτρέψει αιωνία καταδίκη (στο πυρ το εξώτερο).

―[ Επιστολή 109, ad Rip. Comment. in Naum, 1, 9.].

ΕΚΤΟΣ ΑΙΩΝ

Δεν ήταν μόνο ακμάζουσα η Ιερά Εξέτασις κατά τις ημέρες του Ιερωνύμου και του Αυγουστίνου, αλλά ήταν και σαφώς διασφαλισμένη από τον νομικό Κώδικα του Ιου­στι­νιανού.

«η Ιερά Εξέτασις (ανάκριση) μπορεί να επεκταθεί, ακόμη και, μέχρι θα­νά­του.» (In mor­t­em quoque inquisition tendatur.).

Το ενδέκατο κεφάλαιο έχει τίτλο, «Οι Μανιχαίοι, όπου και αν ευρεθούν, θα τιμωρούνται με θανατική ποινή.» (Manichaei ubicunque reperti capitali poena plectu­ntur.).

ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΤΟΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΔΩΔΕΚΑΤΟΝ ΑΙΩΝΑ

Μετά τους χρόνους του Ιερωνύμου και Αυγουστίνου, σύντομα έγινε γενικό δόγμα της εκκλησίας, όπως διατυπώθηκε από τον Άγιο Ισίδωρο της Σεβίλλης (620 Κ.Ε.), το ότι οι πρίγκιπες δεσμεύονται, όχι μόνο να είναι οι ίδιοι ορθόδοξοι, αλλά να διατηρούν την καθαρότητα της πίστεως, διά πλήρους εξασκήσεως της εξουσίας των εναντίον των αιρετικών.

Υπό τον Πατριάρχη, Μιχαήλ Οξίστα, η ποινή του να καείς ζωντανός εισήχθη­κε ως ποινή των Βογομίλων. Αυτό συνέβη το 1119.

Αν οι πυρές τις Ιεράς εξετάσεως ήταν υπολανθάνουσες από τον έκτο μέχρι τον δωδέκατο αιώνα, αυτό οφειλόταν στο ότι οι αιρετικοί, κατά την διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, ούτε πάρα πολλοί ήσαν ούτε πολύ επιθετικοί ώστε να δη­μιουργούν μεγάλες δυσχέρειες στην εκκλησία.

Είναι όμως μεγάλο λάθος να υποθέσομε ότι το σώμα πρωτο-ιδρύθηκε τον δω­δέκατο αιώνα υπό οιανδήποτε έννοια εκτός του ότι τότε οργανώθηκε τελείως, και έγι­νε περισσότερο αποτελεσματικό από όσο ποτέ πριν.

Το 1163, οι Καθαροί, που ανακαλύφθηκαν στην Κολωνία, καταδι­κά­σθη­καν να καούνε υπό δικαστών που διορίσθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό.

[Την ίδια εποχή αποφασίστηκε η πλήρης εξάλειψη της αιρέσεως των Καθα­ρών. Η εκ­στρατεία κατά των Καθαρών της Νοτίου Γαλλίας, Αλβιγηνών και Βαλν­τεσίων, στο τέλος του 12ου αιώνα και αρχές του 13ου, έμεινε παροιμιώδης. Η εντολή που δόθηκε από τη Ρώμη ήταν: «Σφάξετε τους όλους και ο Θε­ός ξέρει να ξεχωρίσει τους δικούς του». Οι σφαγιασθέντες υπολογίζονται περί το ενάμιση εκατομμύριο. Οι περιοχές τους ερημώθηκαν σχεδόν ολικώς από τους πληθυσμούς των και λογικά μετά άλλαξε πλή­ρως η δημογραφία της νοτίου Γαλλίας.].

Το 1212 ογδόντα αιρετικοί εκάησαν στο Στρασβούργο.

Στην Αγγλία, η δικαστική πράξη de heretico comburendo, «περί της καύσεως των αιρετικών,» δημιουργήθηκε διά νομοθεσίας το 1401. ―[Lea’s History of Inqui­si­tion, Ιστορία της Ιεράς Εξετάσεως του Lea, τόμος 1, σελίδα 221.].

[Έχω στα χέρια μου διαφόρους καταλόγους της διε­θνούς βιβλιογραφίας έκα­στος των οποίων εκθέτει έναν τεράστιο αριθμό εγκλημάτων των Χριστιανών. Προ­καλώ οποιονδήποτε με «σώας τάς φρένας» να τους αναγνώσει από την αρχή μέχρι το τέλος άνευ διακοπής…]

ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΩΔΕΚΑΤΟΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ ΕΝΑΤΟΝ ΑΙΩΝΑ

Στη ΓΑΛΛΙΑ κάτι συνέβη κατά το τελευταίο μέρος του δωδεκάτου αιώνα. Αλλά στις αρ­χές του δεκάτου τρίτου αιώνα, ο Πάπας Ιννοκέντιος ο 3ος, για να απαλεί­ψει για πάντα τα τελευταία ίχνη των αιρέσεων, πήρε την απόφαση να κάνει την Ιεράν Εξέτασιν ένα μόνιμο ίδρυμα. Σύμφωνα με τις αποφάσεις και τις διαταγές της Συνό­δου του Λα­τεράν το 1215, (οι αιρετικοί) θα εδιώκοντο και θα ετιμωρούντο.

Το 1232, ετέθη υπό τον έλεγχο των Δομινικακών.

Το ίδρυμα επεκράτησε στη Γαλλία μέχρι περίπου τα μέσα του δεκάτου έκτου αιώνα.

Στη ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ο πρώτος ιεροεξεταστής ήταν ο Conrad του Marburg, ο οποίος οργάνωσε το «ιερό υπουργείο,» και εξάσκησε τις δραστηριότητές του με τρο­μερή σκληρότητα τα έτη 1231-33. Το ίδρυμα διήρκεσε στη Γερμανία με τροπο­ποι­η­μένη μορφή μέχρι την Μεταρρύθμιση.

Στην ΙΤΑΛΙΑ η Ιερά Εξέτασις είχε μια πολυποίκιλη ιστορία για σχεδόν εξα­κό­σια χρόνια, έως ότου ο Ναπολέων, ο βασιλιάς της Ιταλίας, έθεσε τέρμα σ’ αυτήν το 1808. Μετά όμως επανεδραιώθηκε, και συνέχισε στη Σαρδηνία μέχρι το 1848, και στην Τοσκάνη μέχρι το 1859.

Στην ΑΓΓΛΙΑ όλες οι προσπάθειες της Ρώμης να εισαγάγει την Ιερά εξέταση απέτυχαν· αλλά η Προτεσταντική Ιερά Εξέτασις πήρε τη θέση της, (και) αποδείχθηκε όχι παρα­κα­τι­α­νός ανά­δοχος, είτε θεωρήσομε την έκταση των επιχειρήσεών της είτε την αγριότητα με την οποίαν αυτές διεξαγόταν.

[Αναφέρομε, ενδεικτικά μόνον, ότι μετά την Μεταρρύθμιση και Αντι­μεταρ­ρύ­θμιση, κατά το πρώτο ήμισυ του δεκάτου έκτου αιώνος, τόσο η Καθολική Ιε­ρά Εξέ­τα­σις όσο και η Προτεσταντική συναγωνίσθηκαν στην Ευρώπη και μετά στην Αμε­ρική για το ποια θα βασάνιζε και θα θανάτωνε πιο πολλούς: μάγους, μάγισσες, οπα­δούς άλλων θρη­σκειών, γηγενείς λαούς, αθέους, επιστήμονες, σκεπτικιστές, απί­σ­τους, κλπ. Οι συμφορές, η καταισχύνη, τα βα­σανιστήρια, μέθοδοι θανατώσεων που βρήκαν τον κόσμο στα μέρη που πάτησαν τα πόδια τους είναι κάτι το απερίγραπτο σε αγριότητα, ωμότητα, φρίκη, ψεύδη, εκμετάλλευση, αριθμό θυμάτων, κλπ.].

ΟΙ ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ. ― Για περισσότερο από τριακόσια χρόνια οι φρικαλε­ό­τη­τες της Ιεράς Εξετάσεως εφαρμοζόταν στις Κάτω Χώρες. Ιδιαιτέρως αυτή ήταν η κα­τάσταση υπό τον αιμοχαρή Δούκα της Alva, κατά τη βασιλεία και υπό τις διαταγές του Φιλίππου του 2ου, της Ισπανίας.

Στις 16 Φεβρουαρίου, του 1568, από μια καταδικαστική απόφαση του Αγίου Υπουρ­γείου, όλοι οι κάτοικοι των Κάτω Χωρών καταδικάστηκαν εις θάνατον ως αι­ρετικοί. Απ’ αυτή τη μαζική καταδίκη εξαι­ρέθηκαν μόνο ολίγα άτομα, ειδικώς ονο­μασθέντα. «Τρία εκατομμύρια άνθρωποι,» λέγει ο Motley, «άνδρες, γυναίκες και παι­διά, καταδικάστηκαν στα ικριώματα θανατικών εκτελέσεων σε τρεις σειρές. ― (Rise of the Dutch Republic, Η Ίδρυση του Ολλανδικού Κράτους, τόμος 2ος, σελίδα 155.). Τίποτα δεν εμπόδισε την αιμοδιψή απόφαση από το να πραγματοποιηθεί σε εκτέλεση εκτός από την έλλειψη της απαιτουμένης δυνάμεως.

[Το 1531 απεφασίσθη η εκτέλεση ολοκλήρου της αιρέ­σεως των αναβαπτι­στών από τον ίδιο τον Μαρτίνο Λούθηρο. Μετ’ ολίγον στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία θανατώθηκαν άπαντες διά καινοφανών (π. χ., πνιγμός στους ποταμούς) και παλαιών μεθόδων.].

ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΙΕΡΑ ΕΞΕΤΑΣΙΣ

Το Ιερό Υπουργείο ιδρύθηκε στην Αραγκόνα, από τους Δομινικανούς, το έτος 1242.

Περί το τέλος του δεκάτου πέμπτου αιώνα η Ιερά Εξέτασις είχε οργανωθεί στην Ισπανία και συνέχισε την δουλειά της στην εντέλεια και με πληρότητα.

[Το 1480 η Ιερά Εξέτασις οργανώνεται στην Ισπανία ως ανεξάρτητος οργανι­σμός με επικεφαλής τον Γενικό Ιεροεξεταστή, αξίωμα που κατέλαβε ο διαβόητος Δομινικανός Ηγούμενος Tomás de Torquemada ο οποίος εγένετο η ισχυροτέρα προ­σωπικότης του κράτους μετά τους βασιλείς Ισαβέλλα και Φερδινάνδο. Ο Torquemada οργάνωσε τον θεσμό στην εντέλεια και με πληρότητα. Με όργανο τον απόλυτο τρόμο η Ιερά αυτή Εξέτασις συνέχισε –και μάλιστα με ασίγαστη μανία, “with unabated fero­city” κατά τους Baigent και Leigh– να κυριαρχεί πλήρως επί της Ισπανίας κατά τα επόμενα τριακόσια πενήντα έτη και ασθενέστερα για μερικά ακόμα έτη μετέπειτα. Το πρώτο Auto da Fe (= Πράξη Πίστεως), δηλαδή η δημοσία καύση αιρετικών, του νέου αυτού θεσμού έγι­νε στην Σεβίλλη στις 6-2-1481 οπότε εκάησαν 288 άτομα ενώ άλλα 77 κατεδικά­στη­καν σε ισόβια δεσμά! Έκτοτε η Ιερά Εξέτασις ακολούθησε μια ξέφρε­νη πορεία –“running amok” κατά τους Baigent και Leigh–.

Υπολογίζεται ότι μόνο στην Ισπανία κατά τα 44 έτη 1481-1525 καταδικάσ­τη­καν 234 526 άτομα από την Ιερά Εξέταση, που αναλογούν σε 5 330 άτομα τον χρόνο. Βλέπε Κ. Πορφύρης, Νέα Παγκόσμιος Εγκυκλοπαίδεια, εκδόσεις Μορφωτικής Εται­ρείας, τόμος 16, σελίδα 42. Άλλοι υπολογίζουν ότι τα καταδικασθέντα άτομα κατ’ αυτά τα έτη ανέρχονται σε 320 000, ήτοι κατά μέσον όρο 7273 άτομα κατ’ έτος. Απ’ αυτά τα 30 000 εκάησαν ζωντανά. Βλέπε Ρ. Λίβινξτον, Το Ελληνικό Πνεύμα και η Ση­μασία του για μας, μετάφραση Β. Τατάκη, σελίδα 58, εκδόσεις Γ. Παπαδημητρίου.

Το Auto da Fe ήταν στην Ισπανία οργανωμένο θέαμα προς τέρψιν του λαού και οι διάφοροι πανηγυρισμοί, όπως βασιλικοί γάμοι ή βαπτίσεις, είχαν ως κορυφαίο θέαμα ένα μεγαλοπρεπές Auto da Fe! διά παράδειγμα ο Βασιλεύς Κάρολος 2ος εόρ­τα­σε τους αρραβώνας του την 30ην Ιουνίου 1680 διά μιάς Auto da Fe κατά την οποία εκάησαν 51 άτομα. Όμως έμελλον οι ιδέες του Διαφωτισμού να καταστρέψουν αυτή την «όμορφη» λαϊκή δια­σκέ­δαση!]

Πολλά έχουν λεχθεί όσον αφορά τη θέση που κατείχε η Ισαβέλλα της Κα­στί­λης, σε σχέση με την Ιερά Εξέτασιν, και πολλή εξύβριση και επίκριση έχει επιτραπεί εναντίον της μεγάλης βασίλισσας για την διασύνδεση της μ’ αυτήν. Αλλά η Ιερά Εξέτασις ήταν ένα περιθαλπόμενο ίδρυμα εκεί για διακόσια πενήντα χρόνια. Η Ισα­βέλλα δεν ευθύνεται γ’ αυτό. Αυτήν την είχαν στο χέρι οι παπάδες· και αυτή υποχρε­ω­νόταν να υποχωρεί στα αιμοσταγή σχέδια τους, αλλ’ αυτή έπραττε ούτως όχι χωρίς αντίσταση.

Ακόμα και οι McClinton και Strong απαλλάσσουν την Ισαβέλλα. ―[Βλέπε το άρ­θρο τους, “Inquisition” (Ιερά Εξέτασις).].

Η δύναμη της Ισαβέλλας περιοριζόταν από τα Cortes. Εάν δεν επικύρωνε την Ιεράν Εξέτασιν, η βασιλεία της θα ήταν πολύ βραχείας διαρκείας.

Ο Torquemada και οι διάδοχοι του οργάνωσαν την δουλειά και την συνέχισαν με μεγάλη επιτυχία για πάνω από τριακόσια χρόνια. Το 1808, η Ιερά Εξέτασις κα­ταρ­γήθηκε στην Μαδρίτη με ένα διάταγμα του Ιωσήφ Βοναπάρτη. [Οι Γάλλοι αρχικά ανέχθηκαν τον θεσμό, όμως εξοργίσθηκαν όταν το θράσος των Ιεροεξεταστών υπε­ρέ­βη κάθε όριο καθώς συνέλαβαν τον γραμματέα –και γνωστό διανοούμενο– του στρα­τηγού Μυρά με την κατηγορία της Αθεΐας!] Το 1814, επανε­δραι­ώ­θηκε από τον Φερ­δινάνδο τον 7ον. [Έτσι επιχείρησε να ξαναρχίσει τις εργασίες της. Το 1818 εκήρυξε στην Κόρδοβα νέο διωγμό κατά των Εβραίων. Η λαϊκή αγανάκτηση εν τέλει εκορυ­φώθη και το 1820 η έδρα της Ιεράς εξετάσεως στην Βαρκελώνη και στην Βαλένθια καταστράφηκε.] Το 1820, το παλάτι της Ιερά Εξετάσεως καταστρά­φηκε από τον λαό. Το 1826, το παλαιό δικαστήριο επανήλθε. Ανεστάλη το 1834, και ακυρώθηκε από το Σύνταγμα το 1855. Παρ’ όλα ταύτα, το βρίσκομε εν ισχύει ακόμα μέχρι το 1857. Τέ­τοια ήταν η δυσκολία για να τεθεί ένα τέρμα σ’ αυτό το ίδρυμα, το οποίο κρατήθηκε στη ζωή με απεγνωσμένη ανθεκτικότητα, επικαλούμενο την ύπαρξη του στις ίδιες επικυρώσεις που διαιωνίζουν τα πιο αγιασμένα και τα πιο αρχαία δια­τάγματα και ιδρύματα της εκκλησίας.

Καμία Auto da Fe, δηλαδή δημοσία καύση αιρετικών, δεν έγινε στην Ισπα­νία για σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνια. Αλλά για πολύ καιρό μετά από τότε που σταμά­τη­σαν τα θεάματα αυτά, οι καταδι­καστικές αποφάσεις εκτελούνταν κατ’ ιδίαν εντός των κτηρίων της Ιεράς Εξετάσεως. Οι εκτελέσεις συνεχίσθηκαν για άλλα εκατό χρόνια.

[ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ]

¨Έτσι λοιπόν η Ιερά Εξέτασις έπραττε την αιμοδιψή εργασία της για [16] αιώ­νες [(από τον τέταρτον μέχρι και τον 19ον)].

Άπαντες οι Ιεροεξεταστές σε όλες αυτές τις χώρες, και για διάρκεια αιώνων, καταπιάστηκαν με την ίδια θαυμάσια δουλειά. Έδιναν στα θύματά τους μια ευκαιρία να εξαγοράσουν ατελεύτητους αιώνες «βασάνων και πυρός» στην επερχόμενη ζωή, διά μίας σύντομης περιόδου βασανιστηρίων και καύσεως στην παρούσα ζωή.

Όλοι τους ακολουθούσαν τις διδασκαλίες [και παραδείγματα: Του Ιησού των Ευαγγελίων, του Πέτρου,] του Παύλου, του Ιερωνύμου, του Ιερού Αυγουστίνου, [του Τερτυλλιανού, κ.ά.].

Καταπιάστηκαν με την καταστροφή ενός τεραστίου αριθμού σωμάτων, για να σωθεί ένα τεράστιο πλήθος ψυχών κατά την ημέρα του Κυρίου Ιησού.

[―ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

Όλα όσα εξέθεσε ανωτέρω ο σπουδαίος ερευνητής Charles B. Waite, δεν είναι πα­ρά ένα πολλοστημόριο της μεγαλύτερης συμφοράς της ανθρώπινης ιστορίας. Οι κα­ταστροφές πολιτισμών, έργων κοινής ωφελείας και τέχνης, η ολοσχερής καύση βι­βλι­οθηκών, τα 200 εκατομμύρια αθώων θυμάτων, η αποκήρυξη της επιστήμης, της φι­λο­σοφίας, της λογικής, της κριτικής, κλπ., έχουν καταγραφεί σε πάρα πολλούς τό­μους της παγκόσμιας βιβλιογραφίας και έρευνας. Η ιστορία αυτή της Χριστιανικής λαίλα­πας, μάστιγας και σκότους τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή είναι το χει­ρό­τερο κα­κό που συνέβη μέχρι στιγμής στην ανθρώπινη ιστορία. Ο κάθε ενδιαφε­ρό­με­νος μπορεί να ερευ­νήσει και να μελετήσει ανεπηρέα­στα, αρκεί να το θελήσει. Δεν θα επαναλάβομε, στην παρούσα μελέτη, τα ήδη γεγραμμένα. Ας μην ξεχνάμε τις πρά­ξεις του Κωνσταντίνου, του Θεοδοσίου, του Ιουστινιανού, και πολλών κληρικών όλων των βαθμίδων και καλογήρων σ’ ανατολή και δύση. Θυμηθείτε το σφαγείο στρατόπεδο συγκεντρώ­σε­ως της Σκυθοπόλεως της Παλαιστίνης, κλπ.

Όμως η μεγάλη, τεράστια θα έλεγα, αξία της παρούσας μελέτης του ερευνητή Charles B. Waite έγ­κει­ται στην πέραν πάσης αμφιβολίας απόδειξη ότι αυτά τα έργα και πράξεις θε­με­λιώθηκαν θεολογι­κώς και δογματικώς ήδη εν τη γενέσει του Χριστι­α­νι­σμού εντός της Καινής Διαθήκης. Ακόμα πολλές απ’ αυτές τις θεμελιώσεις, αλλά όχι όλες, ευρίσκον­ται και εντός της Παλαιάς Διαθήκης πριν τον Χρι­στιανισμό.

Όλες οι σχετικές αναφορές στίχων από ολόκληρη τη Βίβλο ανέρχονται σε εκα­τον­τάδες, ή μάλλον σε χιλιάδες. Ο ερευνητής Charles B. Waite παρέθεσε εδώ μό­νο τις πιο χτυ­πητές και εγώ συμπλήρωσα τον κατάλογο με μερικές ακόμα. Πλην όμως ξανατο­νίζω ότι οι ενταύθα αναφορές είναι ένα πολύ μικρό μέρος όλων όσων έχουν ήδη κατα­γρα­φεί στην διεθνή βιβλιογραφία είτε από την Εβραιοχριστιανική Βίβλο είτε από την Πα­τρολογία «του χορού των αγίων και θεοφόρων» πα­τέρων της Δύσεως και της Ανα­τολής. Πολλές άλλες εργασίες μου περιέχουν μερικούς καταλό­γους τέτοιων αναφορών.

Το ότι ο Χριστιανισμός είναι η τέλεια και αληθινή, ευγενής και ανθρωπιστική θρησκεία αποδει­κνύεται εδώ, για μια ακόμα φορά, ότι είναι ένα, αλλά όχι το μόνο, μεγάλο ψέμα της χρι­στι­ανικής προπα­γάνδας. Αυτό που ισχυρίζονται πολλοί, ότι τον τέ­λειο Χριστιανι­σμό τον χάλασαν οι άνθρωποι, και ειδικά μετά το μέγα τέρας τον Κων­σταντίνο, δεν ευσταθεί καθόλου, ούτε από θεολογικής ούτε από ιστορικής, κοι­νωνι­κής και ψυχολο­γικής απόψεως. Η παρούσα μελέτη του ερευνητή Charles B. Waite, και όχι μόνο αυτή, το αποδεικνύει περί­τρανα.

Χωρίς να επεκταθούμε, αναφέρομε ότι η αποτυχία και το χάλασμα του Χρι­στι­α­νι­σμού λόγω των ανθρώπων δεν στέκει καθόλου θεολογικώς για πολλούς λόγους. Εδώ ανα­φέρομε τον κυριότερο λόγο, ότι δηλαδή κατά τα έτη του Κυρίου και της Χά­ρι­τος η Εκκλησία, ο Κλήρος και ο Πιστός λαός προστατεύονται και οδηγούνται από την Θεία Προστα­σία και Πρόνοια και το Άγιο Πνεύμα. Άρα δεν μπορεί να υποπί­πτουν σε σφάλματα. Ο ίδιος ο αληθινός Θεός μπή­κε άμεσα στο ιστορικό γίγνεσθαι των ανθρώπων! Το βάπτισμα, το σημείο του σταυ­ρού, τα μυστήρια, η Παναγία και όλοι οι άγιοι εκδιώκουν τον Σατανά.

Οι θεολογικές θέσεις, αντιφάσεις και πολλές εντολές της Παλαιάς Διαθήκης όπως και πολ­λές θε­ο­λογικές θέσεις, αντιφάσεις, διδασκαλίες, εντολές, και πράξεις του ιδρυτή Ιησού Χριστού και των διαδόχων του Αποστόλων, της Καινής Διαθήκης, εί­χαν ήδη καταδικάσει τον Χριστιανισμό σε παταγώδη αποτυχία από πάσης απόψεως. Όλα όσα συνέβησαν ήταν λογικά και αναπό­φευ­κτα παρεπόμενα, αποτελέσματα και προεκτάσεις όλων όσων εδογματίσθησαν εντός της Βίβλου. Το μόνο που έμε­νε ήταν να τους δοθεί το πράσινο φως. Αυτό ακρι­βώς τους δόθηκε από τον Κωνσταν­τί­νον. Τα όσα έγραψαν, είπαν και έκαναν οι επί­σκοποι, οι πατριάρχες, οι πάπες, και πα­τέρες πριν και μετά τον Κωνσταντίνον, όπως και πολλοί αυτοκράτορες και κυβερ­νή­τες που τον διαδέχθηκαν, ήταν απόλυτα ευθυ­γραμμισμένα με αυτή την καταστροφική θεο­λο­γία και παρά­λο­γη λογική. Δεν πρό­κει­ται καθόλου για παρέκκλιση.

Από κοινωνικής, ψυχολογικής, κλπ. απόψεως όπου επικράτησε ο Χριστιανι­σμός τα έκανε μαντάρα. Προέκυψε: Πόνος, θλίψη, φόβος, τρόμος, δεισιδαι­μο­νία, φό­νος, καταστροφή, αθλιότητα, βασανιστήρια, αγραμματοσύνη, αρρώστια, αντιερωτι­σμός, μυστικοκοπάθεια, καχυποψία, δυστυχία, εκμετάλλευση και όλο το κακό συνα­πάντημα.

Υπάρχουν πολλοί οι οποίοι δολίως ισχυρίζονται ότι στις χριστιανικές χώρες σήμερα έχομε την μεγίστη ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Είναι και αυτό ένα στερεότυπο επιχείρημα των προπαγανδιστών του Χριστιανισμού που είχε τεθεί και στον μέγα διανοητή Bertrand Russell. Η απάντηση είναι απλούστατη. Αυτό οφείλεται σε εντελώς άλλα αίτια και όχι στον Χριστιανισμό. (Δεν θα αναγράψομε εδώ αυτά τα αίτια, είναι πολύ γνωστά.). Ας μνημονεύομε πότε-πότε τα πολυάριθμα θύματα που έπε­σαν λόγω της χριστιανικής μανίας και παραληρήματος στον βωμό της γνώσεως και της προόδου, κλπ. Μετά μιλάμε για «σήμερα». Σκέφθηκε ποτέ κανείς απ’ αυτούς πό­σο θα είχε προοδεύσει η γνώση, η επιστήμη και τεχνολογία εάν ο Χρι­στι­α­νι­σμός βρισκόταν στο περιθώριο για τα 1700 χρόνια κατά τα οποία ασκούσε τη στυ­γνή και καταδυναστευτική εξουσία του στα μέρη εκείνα όπου είχε επικρατήσει; Πάν­τοτε ήταν κατά της γνώσης της επιστήμης και της προ­ό­δου, πράγμα που θεμε­λιώ­νεται από πολλά χωρία της Καινής Διαθήκης, το απο­φθεγματικό «πίστευε και μη ερεύ­να» και όπως το αποδεικνύει πλή­ρως η ιστορία του. Μόνο το κάψιμο όλων των βι­βλι­ο­θηκών και των επιστημόνων μέ­χρι την Αναγέννηση φτάνει. Αν σήμερα έχομε πα­τή­σει στη Σελήνη, χωρίς αυτή την καταστροφική λαίλα­πα θα είχαμε πατήσει τον εξώ­τα­το πλανήτη Πλούτωνα!

Τί να κάνομε τώρα; Μπορούμε να προτείνομε πάρα πολλά. Δεν θα κάνομε όμως εδώ ανάλυση της σημερινής κατάστασης. Συνοπτικά προτείνομε: Μελέτη, κρί­ση, λογική, έρευνα, γνώση, επα­γρύπνηση, πολιτική και οικονομική δικαιοσύνη, κα­λώς νοουμένην ελευθερία και υπεύθυνη απόφαση με στάση. Όμως, ουαί και αλί­μο­νο στην ανθρωπότητα αν επέλθει δεύτερος Μεσαί­ων. Ξέφυγε ανάπηρη και ανήμπορη, κακήν κακού, από τον πρώτο… Αλλά από τον πι­θανό δεύτερο…; Θα δυνηθεί άραγε να τον ξεπεράσει;]

Ιωάννης Νεοκλής Φιλάδελφος Μ. Ρούσσος
Πανεπιστημιακός καθηγητής μαθηματικών
Ερευνητής βιβλικών και χριστιανικών ζητημάτων
Twin Cities (Minneapolis-Saint Paul), Minnesota, USA