Πάρε-Δώσε

Ιστοχώρος ποικίλης ύλης
Ελληνική σημαία Πάρε-Δώσε

Αρχεία της κατηγορίας «Παροιμιώδεις εκφράσεις»

Η προέλευση γνωστών φράσεων και λέξεων.

Τα φόρτωσε στον κόκορα

  23/12/2011 | Σχολιασμός

Τελετή ΚαπαρότΗ φράση «Τα φόρτωσε στον κόκορα», σημαίνει την αδιαφορία, την ανευθυνότητα και την αποφυγή εκπλήρωσης υποχρεώσεων.

Πιθανότατα, η έκφραση αυτή, έλκει την προέλευσή της στην μεγάλη γιορτή τών Εβραίων, την «Γιομ Κιπούρ» (Ημέρα Εξιλασμού). Κατά την ημέρα αυτή, οι ορθόδοξοι Εβραίοι, απαγορεύεται να δουλεύουν, να τρώνε και να πίνουν, να κάνουν έρωτα, να πλένονται, να φοράνε αρώματα και…δερμάτινα υποδήματα.

Ειδικώς, κατά την τελετή «Καπαρότ», προσεύχονται και ζητούν άφεση αμαρτιών. Ενώ διαβάζουν κάποιες ευχές, κρατούν στο χέρι έναν κόκορα (οι άνδρες, ή μια κότα οι γυναίκες) και τον περιστρέφουν τρεις φορές γύρω απ’ το κεφάλι τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, (πιστεύουν ότι) διώχνουν από πάνω τους τις αμαρτίες τους και τις φορτώνουν στον…κόκορα! Τόσο απλό… Προσδοκούν έτσι, να δουν το όνομά τους γραμμένο στην «Βίβλο τών δικαίων».

Σύμφωνα πάντως με μια άλλη εκδοχή, η έκφραση πιθανόν να προέρχεται από τον εθισμό τών φανατικών λατρών τών κοκορομαχιών, που ξόδευαν χρόνο και χρήμα, στοιχηματίζοντας σ’ αυτό το «άθλημα», αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο.

Τού άλλαξε την πίστη (Τού έβγαλε την πίστη)

  23/10/2011 | Σχολιασμός

Σφαγές εθνικών από τούς χριστιανούςΠαροιμιώδης έκφραση, η οποία έχει τις ρίζες τις στο Βυζάντιο και είναι συνυφασμένη με την βία, την ταλαιπωρία, την εξουθενωτική πίεση και τον εξαναγκασμό.

Η μετάβαση τών Ελλήνων (και γενικότερα τών αλλόθρησκων) στον Χριστιανισμό, είναι γνωστό ότι δεν έγινε και με τον πιο…ομαλό τρόπο. Οι Εβραιοχριστιανοί, οι οποίοι είχαν την κάλυψη και στήριξη της βυζαντινής αυτοκρατορικής εξουσίας, μετέρχονταν κάθε τρόπο και μέσο για να εξαφανίσουν την πατρογονική θρησκεία τών «ειδωλολατρών». Ο Ελληνισμός κυνηγήθηκε ανελέητα σε κάθε του πτυχή.

Άλλοτε με εκβιασμούς και αυστηρούς «φωτογραφικούς» νόμους που μπορούσαν επιφέρουν και την ποινή τού θανάτου κι άλλοτε με σκληρά βασανιστήρια, οι Έλληνες υποχρεώνονταν να ασπαστούν τον Χριστιανισμό και να εγκαταλείψουν κάθε τι που θύμιζε την πρώην θρησκεία τους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται, πως το «διάβασμα» τής σπάλας τού αρνιού, το οποίο θεωρούνταν από τούς χριστιανούς πράξη ειδωλολατρική, μπορούσε να επιφέρει την δήμευση τής περιουσίας τού «ενόχου», καθώς και την θανατική του ποινή.

Πολλοί δεν άντεχαν αυτές τις συνθήκες πίεσης και τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν και αργά ή γρήγορα, αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την θρησκευτική τους πίστη, ασπαζόμενοι ταυτόχρονα την θρησκεία τής «αγάπης»…

Δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις· υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι

  20/10/2011 | Σχολιασμός

Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, ανήκει στον Κερκυραίο ποιητή και βουλευτή, Λορέντζο Μαβίλη. Για την ακρίβεια τών λόγων όμως, θα πρέπει να τονιστεί, πως η αυτολεξεί φράση του ήταν: «Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι…».

Βρισκόμαστε στην ανατολή τού 20ού αιώνα, όπου το γλωσσικό ζήτημα προκαλεί εντάσεις και επεισόδια (χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα αιματηρά «Ευαγγελικά»). Από την μια πλευρά οι οπαδοί τής καθαρεύουσας κι από την άλλη οι υποστηρικτές τής καθομιλουμένης δημοτικής.

Κατά την αναθεώρηση τού Συντάγματος, το 1911, έγινε η πρόταση να καθιερωθεί και τυπικά η καθαρεύουσα ως η μόνη επίσημη γλώσσα τού ελληνικού κράτους, με ταυτόχρονη απαγόρευση της διδασκαλίας σε «χυδαία» δημοτική -κάτι για το οποίο προβλέπονταν κυρώσεις. Ταυτόχρονα, με νομοθετική διάταξη, απαγορεύτηκε η μετάφραση τής Αγίας Γραφής στην δημοτική γλώσσα («Το κείμενον των Αγίων Γραφών τηρείται αναλλοίωτον· η εις άλλον γλωσσικόν τύπον απόδοσις τούτου άνευ της προηγούμενης εγκρίσεως και της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας απαγορεύεται απολύτως»).

Ο δημοτικιστής Λορέντζος Μαβίλης, παίρνοντας τον λόγο στην Βουλή (αγορεύοντας ωστόσο σε «ελαφρά» καθαρεύουσα), θέλοντας να υποστηρίξει την «μαλλιαρή» δημοτική, όπως την αποκαλούσαν τότε οι οπαδοί τής καθαρεύουσας κι απαντώντας σε όσους την κατηγορούσαν ως «χυδαία» γλώσσα, ανάφερε μεταξύ άλλων…

[…] Χαρακτηρίζεται ατιμωρητί η γλώσσα, την οποίαν ομιλεί ο Ελληνισμός ολόκληρος, από άκρου εις άκρον, από Κερκύρας μέχρι τού Καυκάσου, ως χυδαία. Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν…

Δεν χαρίζουμε κάστανα

  18/10/2011 | Σχολιασμός

ΚάσταναΗ φράση αυτή, λέγεται για όσους είναι άτεγκτοι, σκληροί κι αδέκαστοι και φαίνεται να ξεκίνησε από την Μάνη…

Άντρες, γυναίκες και παιδιά της Μάνης, το μόνο επάγγελμα που ήξεραν να κάνουν στα παλιά τα χρόνια, ήταν τα όπλα. Για τα χωριά τους δεν έλεγαν, ότι έχουν τόσους κατοίκους, παρά τόσα τουφέκια…

Κανένας κατακτητής δεν πάτησε εκεί το πόδι του, ούτε οι Φράγκοι ούτε οι Αλβανοί. Ο ίδιος ο Ιμπραήμ, που έκαψε την Πελοπόννησο, μόνο τη Μάνη δεν μπόρεσε να πάρει.

Στα 1826 προσπάθησε να τους ξεγελάσει. Χώρισε στα δύο τον στρατό του και τράβηξε τους Μανιάτες προς τον Αλμυρό, ενώ η άλλη φάλαγγά του -από τον όρμο του Δηρού- ανέβηκε στα έρημα χωριά τους, αλλά τα γυναικόπαιδα, που βρέθηκαν εκεί, τους έδιωξαν με πέτρες και δρεπάνια. Ωστόσο, ο Ιμπραήμ, που κατάλαβε γρήγορα, ότι δεν επρόκειτο να τους νικήσει με πόλεμο, αλλά μονάχα με μπαμπεσιά, έστειλε μέσα στα χωριά της Μάνης τους κατασκόπους του, ντυμένους…καστανάδες. Αυτοί, για να πληροφορηθούν από τις γυναίκες και τα παιδιά, πού βρίσκονται κρυμμένοι οι όντρες τους, άρχιζαν να χαρίζουν τα κάστανά τους, αντί να τα πουλάνε. Αυτό έκανε εντύπωση σε όλους και τους έβαλε σε υποψία. Αμέσως τότε ειδοποίησαν για τα καθέκαστα κι ύστερα από λίγο, κατέβηκαν οι αρματολοί στα χωριά, έπιασαν τους καστανάδες και τους ανάγκασαν να ομολογήσουν την αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν τρέμοντας, τι θα τους έκαναν τώρα που είπαν την αλήθεια, οι Μανιάτες αποκρίθηκαν: «Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα…».

Τρελοκαμπέρω

  31/12/2010 | Σχολιασμός

Δημήτριος ΚαμπέροςΗ λέξη «τρελοκαμπέρω» αποτελεί μειωτικό χαρακτηρισμό και χρησιμοποιείται σήμερα για να δηλώσει, την παλαβή ή την απερίσκεπτη και ελαφρόμυαλη γυναίκα.

Παρ’ ότι το θηλυκό γένος της λέξεως μας παραπέμπει σε κάποια γυναίκα με το όνομα Καμπέρω, που προφανώς έμεινε στην ιστορία για την τρέλα της, εν τούτοις η αλήθεια είναι διαφορετική, αν και το κύριο πρώτο συστατικό της ετυμολόγησης παραμένει η τρέλα. Τρέλα όμως με θετική έννοια…

Οι ρίζες αυτής της λέξεως οδηγούν στον υπολοχαγό Δημήτριο Καμπέρο. Ο Καμπέρος ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες πιλότους της Ελληνικής Αεροπορικής Υπηρεσίας, που πραγματοποίησε πτήση στην Ελλάδα (για την ιστορία, ο πρώτος ήταν ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος στις 8 Φεβρουαρίου 1912). Ο Καμπέρος, αν και ήταν ο δεύτερος στη σειρά που πέταξε στους ελληνικούς αιθέρες (13 Μαΐου 1912), εν τούτοις ήταν ο πρώτος που πέτυχε παγκόσμια επίδοση πιάνοντας ταχύτητα 110 χλμ. την ώρα, μετατρέποντας ένα στρατιωτικό αεροπλάνο τύπου «Henry Farman», το οποίο ονομαζόταν «Δαίδαλος», σε υδροπλάνο.

Ο Καμπέρος έγινε ονομαστός για τις ριψικίνδυνες πτήσεις του και τους παράτολμους ελιγμούς που πραγματοποιούσε και που προκαλούσε τον θαυμασμό ακόμη και τον ξένων συναδέλφων του, τους οποίους ανταγωνίζονταν στα ίσα στον τομέα αυτό. Πραγματοποίησε την τελευταία του πτήση στις 20 Ιουλίου 1934, απαντώντας έτσι σε μια επίδειξη Άγγλων που είχε προηγηθεί.

Ο Καμπέρος πέθανε στα χρόνια της Κατοχής, το 1942 και σε ηλικία 59 ετών, από ασφυξία που είχε προκληθεί από διαρροή φωταερίου την ώρα που κοιμόταν. Στο μεταξύ όμως, λόγω της φήμης του ως παράτολμου αεροπόρου, είχε αποκτήσει κι ένα παρατσούκλι: Τρελοκαμπέρος.

Το παρατσούκλι αυτό, έγινε συνώνυμο της αποκοτιάς και του παράτολμου θάρρους. Στην πορεία του χρόνου όμως, έχασε την αρχική του σημασία, καθώς ως φαίνεται έγινε σύγχυση με την κλητική πτώση του ονόματος, έτσι ώστε να εκληφθεί σαν ονομαστική του ανύπαρκτου θηλυκού ονόματος «Τρελοκαμπέρω». Σ’ αυτό, προφανώς συνέβαλε η άγνοια της ύπαρξης και της ιστορίας του Καμπέρου, ταυτοχρόνως με την ύπαρξη ανάλογων όρων, όπως π.χ. τρελέγκω, που βοήθησε σ’ αυτόν τον μετασχηματισμό της αρχικής έννοιας και σημασίας.

 
Εναλλαγή σε εμφάνιση φορητής συσκευής