Το Κοράνιο είναι ένα από τα πρώτα κείμενα που γράφτηκαν σε μια πρώιμη μορφή της αραβικής γλώσσας, τη λεγόμενη «κορανική» που είναι η καθαρότερη (καθαρεύουσα) γλώσσα της Χετζάζης (σημερινής Σαουδικής Αραβίας). Το όνομά του (στα αραβικά: أَلْقُرآن , αλ Κουράν, στα αγγλικά Qur’an, Koran) σημαίνει κυριολεκτικά «Απαγγελία» και ονομάζεται συχνά «αλ Κουράν αλ Καρίμ», δηλαδή το «Ευγενές Ανάγνωσμα». Οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι το Κοράνιο είναι ο λόγος του Θεού, η καταγραφή της αποκάλυψής του στο ανθρώπινο γένος, έτσι όπως μεταδόθηκε στον προφήτη Μωάμεθ σε μια περίοδο 23 ετών από τον άγγελο Τζιμπριήλ (Γαβριήλ). Ο Μωάμεθ δεν ήξερε να διαβάζει ή να γράφει. Απλώς απήγγειλε ό,τι του αποκαλυπτόταν, προκειμένου να το αποστηθίσουν και να το καταγράψουν οι σύντροφοί του.
Το Κοράνι ως έργο θεϊκό και όχι ανθρώπινο, δεν επιδέχεται αλλαγών. Ο ίδιος ο Μωάμεθ ήταν προφήτης, αγγελιοφόρος του Θεού, ο τελευταίος σε μια σειρά προφητών που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τον Αδάμ και τον Νώε της εβραϊκής παράδοσης και τον Ιησού των χριστιανών. Στο Κοράνι αναφέρονται 26 ονόματα προφητών, αλλά κάποιες μουσουλμανικές παραδόσεις ανεβάζουν τον αριθμό αυτό σε 124.000.
Οι μουσουλμάνοι λατρεύουν έναν και μοναδικό Θεό, τον Αλλάχ. Η λέξη Αλλάχ δεν είναι παρά η αραβική λέξη για τον Θεό. Ο Θεός των μουσουλμάνων είναι ο ίδιος με το Θεό των Εβραίων και των χριστιανών. Ο Αλλάχ έχει «κληρονομήσει» όλες ή τις περισσότερες από τις ιδιότητες που του αποδίδονταν από εκείνους, με κάποιες ρητές διαφορές, όπως είναι η αντίκρουση της χριστιανικής διδασκαλίας για την Αγία Τριάδα. Στην ισλαμική θεολογία χρησιμοποιούνται 99 ονόματα-χαρακτηρισμοί για τον Θεό, τα οποία εκφράζουν διάφορες όψεις του μεγαλείου του: Άγιος, Δημιουργός, Ισχυρός, Σοφός, Ελεήμων, Συγχωρών κ.λπ. Το 100ό όνομα του Θεού το αγνοούμε, γεγονός που υποδηλώνει ότι η γνώση μας γι’ αυτόν δεν μπορεί ποτέ να είναι πλήρης. Το Κοράνι επικυρώνει και κατά τους μουσουλμάνους υπερβαίνει το Τοράχ των Εβραίων και τα Ευαγγέλια των χριστιανών.
Το Κοράνιο συντίθεται από 114 σούρας (σουράτ=κεφάλαια) που αναπτύσσονται σε ένα σύνολο 6.236 αγιάτ (στίχους). Κάθε σούρα περιλαμβάνει από 3 μέχρι 286 στίχους. Οι πρώτες σούρες είναι οι πλέον σύντομες που χαρακτηρίζονται από ποιητικό λόγο σε ρυθμική μορφή. Οι επόμενες δεν παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά πλην όμως έχουν έκδηλες επιδράσεις από τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό με πολλές επαναλήψεις, όπως παρατηρείται ομοίως και στα λεγόμενα εξ αποκαλύψεως βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης π.χ. στους Ψαλμούς … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Η «Ανάσταση», το τελευταίο μυθιστόρημα (1899) του Ρώσου συγγραφέα Λέον Τολστόι βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Είναι η ιστορία της πόρνης Κατιούσα Μάσλοβα που κατηγορείται και καταδικάζεται άδικα για το φόνο ενός πελάτη της. Ο πρίγκιπας Ντμίτρι Ιβάνοβιτς Νεχλιούντοφ -που, πριν από πολύ καιρό, είχε εγκαταλείψει αυτή και το νόθο παιδί τους- παρίσταται ως ένορκος στο δικαστήριο. Όταν η Μάσλοβα καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία, ο πρίγκιπας, υποφέροντας από φοβερές τύψεις, την ακολουθεί στον τόπο του μαρτυρίου της.
Στο μυθιστόρημα αυτό εκδηλώνεται πλήρως η μεγαλοφυΐα του συγγραφέα καθώς και οι μεγαλύτερες εκτροπές του πνεύματός του. Ονόμασε το έργο του αυτό «Ανάσταση» προκειμένου ν΄ αναδείξει την από τάφου έγερση των κατωτέρων ενστίκτων του ανθρώπου καθώς και του εγωισμού και της ηδυπάθειας στη νέα ζωή της αγάπης και του αλτρουισμού. Συγχρόνως ο Τολστόι περιγράφει τα ήθη και τα έθιμα της ανώτερης ρωσικής τάξης της Πετρούπολης και εκδηλώνει την αιώνια γνώμη του ρωσικού λαού περί ανυπαρξίας στο κόσμο ανθρώπινης δικαιοσύνης.
Στην «Ανάσταση», οι προθέσεις του Τολστόι να καταδικάσει την κυβερνητική βία, την αδικία των ανθρώπινων νόμων, την υποκρισία της Εκκλησίας και να επικαλεστεί τη βιβλική εντολή «ου κρίνεις ίνα μην κριθής», προβάλλονται ξεκάθαρα. Με ιδιαίτερη δε ειρωνεία παρουσιάζει ο Τολστόι τη διεξαγωγή της δίκης ενώπιον του ορκωτού δικαστηρίου φθάνοντας στο σημείο μάλιστα με αρκετές ανακρίβειες να καυτηριάζει τη διεξαγωγή κάποιας χριστιανικής θείας λειτουργίας περί μετουσίωσης, βάσει των ορθολογιστικών ιδεών περί Χριστιανισμού και Ευαγγελίου με σαφή αντανάκλαση της αίρεσης του Αρείου. Την περικοπή αυτή που διακωμωδεί το κυριότερο σημείο στη Θεία Λειτουργία είχε αφαιρέσει η ρωσική λογοκρισία κατόπιν επέμβασης της ρωσικής Ιεράς Συνόδου, το 1901, η οποία και μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματος αφόρισε τον συγγραφέα. Το πλήρες κείμενο της «Ανάστασης» του Τολστόι εκδόθηκε μόνο στο Παρίσι, λαθραία αντίτυπα της οποίας έφθασαν στη Ρωσία.
Η «Ανάσταση» παρέχει πλούσιο και αξιόπιστο υλικό σε όσους θα ήθελαν να γνωρίσουν τον απέραντα ηθικό και θρησκευτικό αγώνα ενός από τους μεγαλύτερους στοχαστές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Το απαύγασμα των σκέψεων και των βιωμάτων του συγγραφέα είναι συγκεντρωμένο στις σελίδες αυτού του βιβλίου.
«Όταν άρχισα τώρα στα γεράματα να γράφω τον “Καπετάν Μιχάλη”, ο κρυφός μου σκοπός ήταν τούτος: Να σώσω, ντύνοντας το με λέξεις, το όραμα του κόσμου όπως τον δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λεω τ’ όραμα του κόσμου, θέλω να πω το όραμα της Κρήτης. Δεν ξέρω τι γίνουνταν, την εποχή εκείνη στα άλλα παιδιά της λευτερωμένης Ελλάδας, μα τα παιδιά της Κρήτης ανάπνεαν έναν αέρα τραγικό στα ηρωικά και μαρτυρικά χρόνια του Καπετάν Μιχάλη, όταν οι Τούρκοι πατούσαν ακόμα τα χώματα μας και συνάμα άρχιζαν ν’ ακούγονται να ζυγώνουν τα αιματωμένα φτερά της Ελευτερίας. Στην κρίσιμη αυτή μεταβατική στιγμή, τη γεμάτη πυρετό κι ελπίδες, τα παιδιά της Κρήτης γίνουνταν γρήγορα άντρες. Οι ανύπνωτες έγνοιες των μεγάλων γύρα τους για την πατρίδα, για τη λευτεριά, για το Θεό που προστατεύει τους χριστιανούς, για το Θεό που σηκώνει το σπαθί του να διώξει τους Τούρκους, κατασκέπαζαν τις συνηθισμένες χαρές και στεναχώριες του παιδιού.
Από πολύ νωρίς, ζώντας την έτοιμη κάθε στιγμή να ξεσπάσει σύγκρουση, είχαμε ψυχανεμιστεί πως στον κόσμο τούτον δυο μεγάλες δυνάμες παλεύουν: ο Χριστιανός κι ο Τούρκος, το Καλό και το Κακό, η Ελευτερία κι η Τυραννία και πως η ζωή δεν είναι παιχνίδι, είναι αγώνας. Κι ακόμα τούτο: πως θα έρθει μέρα που θα Πρέπει να μπούμε κι εμείς στον αγώνα. Το ‘χαμε πάρει απόφαση από πολύ μικροί πως ήταν γραφτό μας, αφού γεννηθήκαμε Κρητικοί, το Πρέπει αυτό να κυβερνάει τη ζωή μας». Νίκος Καζαντζάκης (απόσπασμα απ’ τον πρόλογο του βιβλίου)
Η δράση της υπόθεσης του βιβλίου, που γράφτηκε στα 1949-50 στην γαλλική πόλη Αντίπ, τοποθετείται στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη και στην επανάσταση του 1889. Ο τόπος βράζει, τα πάθη ανάμεσα σε Τούρκους και Κρητικούς οξύνονται. Μεγάλη αναταραχή παντού. Έχουν προηγηθεί οι επαναστάσεις του 1854, του 1866, με το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, και του 1878.
Το αίμα που έχει χυθεί γυρεύει κι άλλο αίμα. Κάποιοι υποστηρίζουν πως η Κρήτη θα ελευθερωθεί με τα γράμματα και το μυαλό κι άλλοι, ανάμεσά τους κι ο καπετάν Μιχάλης με την καρδιά, τη λεβεντιά και το ντουφέκι. Ο κεντρικός ήρωας, ο καπετάν Μιχάλης, ένας άγριος και ανυπότακτος πολεμιστής, έχει ορκιστεί να είναι μαυροντυμένος, αξύριστος και αγέλαστος μέχρι να ελευθερωθεί η Κρήτη. Όταν όμως συναντά την Εμινέ, τη γυναίκα του αδελφοποιητού του, του Νουρήμπεη, τον κυριεύει «ένας δαίμονας»· παρά τις προσπάθειές του δεν καταφέρνει να τη βγάλει από το μυαλό του…
Ο Νίκος Καζαντζάκης, με βάση αποσπάσματα του «Kαπετάν Mιχάλη», κατηγορήθηκε και καταράστηκε από την Εκκλησία ως ιερόσυλος, καθώς σύμφωνα με την Ιερά Σύνοδο «διασύρει και διαπομπεύει τους θεσμούς της Εκκλησίας και το τριαδικόν της θεότητος το οποίο καθυβρίζει».
«Κοντεύαμε σ’ ένα ρέμα. Ακούμε μιαν εξαντλημένη γυναικεία φωνή που καλούσε. Κοιταχτήκαμε μες στα μάτια. Μας τράβηξαν προς τη φωνή. Σε λίγο τη βρήκαμε. Ήταν μια χριστιανή. Τα φουστάνια της ήταν κομμένα, πεταμένα δίπλα, απ’ τη μέση και κάτου σχεδόν γυμνή. Οι δυο γυναίκες που είχαμε μαζί μας τρέξαν κοντά της, μα οι στρατιώτες τις εμπόδισαν. Στέκαμε κάμποσα μέτρα αλάργα, και κοιτάζαμε. Ο αρχηγός του αποσπάσματος τη ρωτούσε να μάθει. Ήταν σε μια προηγούμενη αποστολή. Αυτή ήταν ετοιμόγεννη, απόβαλε, την παράτησαν εκεί να τυραγνιστεί ώσπου να πεθάνει. Πάνου στα χαμόκλαδα πηχτά κομμάτια αίμα γυάλιζαν στον ήλιο σα γιούσουρο. Ο λοχίας έφτυσε με αηδία. Η γυναίκα τραβούσε ένα στρατιώτη απ’ το πανταλόνι, να τη σκοτώσει. Αυτός γύρεψε διαταγή. Του είπαν να μην την πειράξει. Έτσι την αφήσαμε ζωντανή και προχωρήσαμε». Απόσπασμα από το βιβλίο «Το νούμερο 31328»
Την εποχή που γράφεται και δημοσιεύεται «Το νούμερο 31328» είναι ακόμη πολύ νωπά, πρόσφατα και ανεπούλωτα τα βαθύτατα τραύματα που προκάλεσε στον εθνικό κορμό η Μικρασιατική Καταστροφή… Ο Βενέζης τόλμησε να γράψει πολύ νωρίς για τα γεγονότα της Μικρασίας και είναι ο μόνος από τους συγγραφείς μας που ασχολήθηκαν με το ίδιο θέμα ο οποίος δεν επιχειρεί απλώς τη λογοτεχνική ανάπλασή τους, αλλά αποτυπώνει στο χαρτί την προσωπική του τραυματική εμπειρία. Γεννημένος στα χώματα της πάλαι ποτέ Ιωνίας, ο Βενέζης δοκίμασε (και δοκιμάστηκε από) τη συνολική περιπέτεια που γνώρισε ο ελληνισμός των παραλίων, και όχι μόνον, της Μικρασίας. Το σύνολο των βιωμάτων του από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια αποτέλεσε τον πυρήνα και το σταθερό μοτίβο της δημιουργικής του γραφής. Με το ταλέντο του μπόρεσε να εκφράσει και τις τρεις φάσεις από τις οποίες πέρασε ο τότε ελληνικός πληθυσμός της Τουρκίας: Την ειρηνική (μα όχι πάντοτε ανεπίληπτη και άμεμπτη) συμβίωση με το γηγενές στοιχείο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους· τους διωγμούς, τη φυγή και την προσφυγιά κατά την εποχή της Καταστροφής· την πολλαπλώς επώδυνη αφομοίωση των προσφύγων στην πατρώα γη. Θέμα του βιβλίου είναι ακριβώς η ζωή στα τάγματα εργασίας (τα περιβόητα «αμελέ ταμπουρού») τα οποία συγκροτούσαν οι Τούρκοι από τους αλλοεθνείς στρατεύσιμους όταν άρχισαν οι πρώτοι διωγμοί μετά το 1914 και στα οποία μαρτύρησαν χιλιάδες άνθρωποι το 1922, ιδίως μετά την κατάρρευση του μετώπου και την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού. Ο Βενέζης «στρατολογήθηκε» στα τάγματα εργασίας και συγκαταλέγεται στους ελάχιστους που κατόρθωσαν να επιζήσουν. Κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης, που αποδεκατίζουν το εξαθλιωμένο πλήθος των σκλάβων-αιχμαλώτων, με το μαρτύριο της δίψας και της πείνας πάντοτε παρόν, με τις επιδημίες να θερίζουν, με ατελείωτες εξαντλητικές οδοιπορίες, με βιασμούς, λεηλασίες και κάθε τύπου αγριότητες, οι στρατολογημένοι σπάζουν πέτρες, ανοίγουν δρόμους, επισκευάζουν γέφυρες, αποκαθιστούν τις καταστροφές που είχε προκαλέσει στο προσωρινά νικηφόρο πέρασμά του ο ελληνικός στρατός, με έκδηλη τη διάθεση των Τούρκων να εκδικηθούν. Σ’ αυτή τη θλιβερή και ετοιμοθάνατη πομπή, που μετακινείται συνεχώς, ο άνθρωπος παύει να έχει προσωπικότητα, γίνεται ένας αριθμός χωρίς παρελθόν, χωρίς ιστορία και χωρίς μέλλον. Μετατρέπεται σε άθυρμα στα χέρια των αντιπάλων του, μια ύπαρξη χωρίς καμιά, κανενός είδους αξία, μέσα στη φρίκη, τον παραλογισμό και την παραφροσύνη του πολέμου. Η εφευρετικότητα που επιδεικνύουν στους τρόπους βασανισμού οι ανά τις εποχές νικητές απέναντι στους κατά καιρούς ηττημένους δεν αποτελεί προνόμιο και μοναδικότητα ενός και μόνου λαού, ούτε μπορεί να υπάρξει διαβάθμιση στις αγριότητες και στην ποικιλόμορφη έκφραση εκδικητικότητας και μίσους, όταν αποχαλινώνονται τα ανθρώπινα πάθη. Αποσπάσματα από τον πρόλογο του βιβλίου (Δημήτρης Δασκαλόπουλος)
Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα. Ένας κριτικός του σημείωνε κάποτε για το ύφος του: «Έχει κάτι απ’ τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός». Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής. Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τ’ άλλα σωπαίνουν. Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δεν μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία. Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος -και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο- αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται. Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σ’ αυτό τον πόνο… Ηλίας Βενέζης
Πάνω στον κορμό του βιβλίου τού Βενέζη, στηρίχτηκε και η ταινία του Νίκου Κούνδουρου «1922». Η προβολή της ταινίας είναι μέχρι και σήμερα, ουσιαστικά απαγορευμένη στην Ελλάδα, ενώ δεν έχει προβληθεί ποτέ στην Θράκη. Η ταινία απαγορεύτηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, μετά από διαμαρτυρία του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, με το αιτιολογικό ότι δυναμιτίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Νίκος Κούνδουρος κατάφερε να εξασφαλίσει ένα αντίγραφο της ταινίας και το πρόβαλλε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου σάρωσε τα βραβεία (καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, Α’ ανδρικού ρόλου [Βασίλης Λάγγος] και Α’ γυναικείου ρόλου [Ελεωνόρα Σταθοπούλου]). Το 1982, με παρέμβαση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, απαγορεύθηκε η προβολή της ταινίας και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βουδαπέστης.
«Στις 28 Αυγούστου 1948, μια ζεστή αποπνιχτική μέρα, γύρω στις δωδεκάμισι, μερικές χωριάτισσες ζαλωμένες ξύλα κατέβαιναν ένα απόκρημνο μονοπάτι πάνω από το χωριό Λια, έναν οικισμό με σταχτιά λιθόχτιστα σπίτια σε μια βουνοπλαγιά κάτω ακριβώς από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Όπως οι γυναίκες αντίκρισαν το χωριό στα πόδια τους, απάντησαν μια φριχτή συνοδεία.
Μπροστά και πίσω, κρατώντας τουφέκια, ήσαν κάμποσοι από τους κομμουνιστές αντάρτες, που κατείχαν το χωριό τους τελευταίους εννιά μήνες —ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα συνεχιζόταν. Φρουρούσαν δεκατρείς δεσμώτες, που βάδιζαν για εκτέλεση ξυπόλυτοι, τα πόδια τους μαύρα και πρησμένα από το φάλαγγα. Κάποιος, ανήμπορος από το ξύλο να βαδίσει ή έστω ν’ ανακαθίσει, ήταν δεμένος πάνω σ’ ένα μουλάρι.
Ανάμεσα στους κατάδικους ήσαν και πέντε χωριανοί του Λια: Τρεις άντρες και δύο γυναίκες. Η πιο ηλικιωμένη σκουντούφλαγε με το χαμένο βλέμμα της τρέλας. Ήταν η θεία μου Αλέξω Γκατζογιάννη, πενήντα έξι χρονών. Η νεότερη, με καστανωπά μαλλιά, γαλανά μάτια και ξεσκισμένο λουλακί φουστάνι, έπιασε το βλέμμα από τις συγχωριανές της και κούνησε το κεφάλι της. Ήταν η μάνα μου, Ελένη Γκατζογιάννη, σαράντα ενός χρονών…». Απόσπασμα από το βιβλίο «Ελένη»
«Είχα τρεις στόχους που έγραψα αυτό το βιβλίο. Ήθελα να γράψω για τα γεγονότα των πέτρινων χρόνων, ήθελα επίσης να περιγράψω τη ζωή του ελληνικού χωριού τότε. Ο σημαντικότερος όμως λόγος που το έγραψα ήταν για την οικογένειά μου, για τις αδελφές μου, για τα παιδιά μου, για τ’ ανίψια μου. Για να γνωρίζουν ποια ήταν η Ελένη Γκατζογιάννη. Η έρευνα που έκανα με πλήγωσε πολύ, αλλά μου χάρισε και πολλές ανταμοιβές…». Νίκος Γκατζογιάννης, συγγραφέας-δημοσιογράφος
Ο Νίκος Γκατζογιάννης (Nicholas Gage) ήταν ο μοναχογιός, το μοναδικό αγόρι της Ελένης και Χρήστου Γκατζογιάννη, που γλύτωσε το παιδομάζωμα αλλά το ακριβοπλήρωσε με την δολοφονία της μάνας του. Οι αδελφές του Όλγα, Αλέξω (Κάντα), Γλυκερία και Φωτεινή όλες πήγαν στην Αμερική όπου ο πατέρας τους ο Χρήστος Γκατζογιάννης τις πάντρεψε όλες με Έλληνες μετανάστες. Στο βιβλίο του, εξιστορεί την καταδίκη και εκτέλεση της μητέρας του Ελένης, επειδή δεν παρέδωσε τον γιο της κατά το παιδομάζωμα στους αντάρτες.
Ο συγγραφέας, επιστρέφοντας αργότερα στην Ελλάδα, ψάχνει τους υπαίτιους για τον άδικο και βάναυσο θάνατο της μητέρας του και τους κατονομάζει έναν προς έναν, δηλώνοντας από την αρχή ότι όλα τα ονόματα και τα γεγονότα είναι πραγματικά. Επίσης μέσα από την ιστορία φαίνεται η ζωή στην ελληνική ύπαιθρο μέσα σε όλη της τη σκληρότητα, την υποκρισία, τα καλά και τα κακά της. Ενδεικτικό είναι άλλωστε ότι σαν πηγή έχουν χρησιμοποιήσει το βιβλίο ιστορικοί, συγγραφείς, μέχρι και ο Αμερικανός πρόεδρος Ρίγκαν το είχε σαν επιχείρημα σε ομιλίες του.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε με τον ίδιο τίτλο στη μεγάλη οθόνη το 1985, με πρωταγωνιστές τον Τζον Μάλκοβιτς και την Κέιτ Νέλιγκαν, αν και η κυβέρνηση Παπανδρέου απαγόρευσε τα γυρίσματα σκηνών στην Ελλάδα και τους αυθεντικούς χώρους όπου επρόκειτο να γίνουν αρχικά (τελικά έγιναν στην Ισπανία). Η ταινία προβλήθηκε για λίγες ημέρες και στην Ελλάδα αλλά λόγω πολιτικών πιέσεων και επεισοδίων που προκλήθηκαν από οπαδούς του ΚΚΕ με επιθέσεις στους θεατές, τελικά η προβολή της διεκόπη. Το βιβλίο μεταφράστηκε σε 32 γλώσσες και ανακηρύχτηκε καλύτερο βιβλίο για το 1984 από τη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου.