Πάρε-Δώσε

Ιστοχώρος ποικίλης ύλης
Ελληνική σημαία Πάρε-Δώσε

Αρχεία της κατηγορίας «Αθλητισμός»

Θέματα που σχετίζονται με τον χώρο του αθλητισμού.

Μια άγνωστη πτυχή των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης, του 1992

  09/05/2009 | Σχολιασμός

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Βαρκελώνης του 1992, θεωρούνται από τους πιο πετυχημένους στην ιστορία του θεσμού. Από ελληνικής πλευράς μάλιστα, εκτός από το προνόμιο που έχουμε να μπαίνουμε πρώτοι στο εκάστοτε Ολυμπιακό Στάδιο, όπου τελούνται οι αγώνες, είχαμε την τιμή να εκπροσωπούμαστε και μουσικά, χάρις στην παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη.

Η μορφή που έμεινε όμως συνυφασμένη με τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, ήταν ο Ισπανός αθλητής της τοξοβολίας των Παραολυμπιακών Αγώνων (έπασχε από πολιομυελίτιδα), Αντόνιο Ρεμπόλο (Antonio Rebollo). Στον Ρεμπόλο ανέθεσαν οι Ισπανοί διοργανωτές, την διεκπεραίωση των κορυφαίων ίσως στιγμών της τελετής ενάρξεως: Το άναμμα του βωμού με την Ολυμπιακή Φλόγα.

Οι Ισπανοί είχαν σκεφτεί έναν αρκετά πρωτότυπο τρόπο, για να ολοκληρώσουν την εντυπωσιακή τελετή ενάρξεως: Ο Ρεμπόλο θα στόχευε από σχετικά μακρινή απόσταση τον βωμό, με το τόξο του και ένα αναμμένο, με την Ολυμπιακή Φλόγα, βέλος.

Όλα ήταν έτοιμα. Η Φλόγα μπαίνει στο Ολυμπιακό Στάδιο κι ο τελευταίος αθλητής φτάνει στο σημείο που περιμένει ο Ρεμπόλο με το τόξο του. Αυτός, αφού ανάβει το βέλος του, παίρνει θέση, σημαδεύει τον βωμό και το εξαπολύει… Ο βωμός ανάβει, μέσα σε επιφωνήματα ενθουσιασμού των θεατών που είχαν την τύχη να είναι παρόντες στο Στάδιο. Όμως…

Υπάρχει ένα «όμως»…

Παρά την αίσθηση που δημιουργήθηκε, το αναμμένο βέλος δεν…κατέληξε ποτέ μέσα στον βωμό! Κατέληξε έξω από το στάδιο, στον χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων…

Απ’ ότι φαίνεται, οι Ισπανοί διοργανωτές, ήταν προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο κι έτσι, είτε άναψαν τον βωμό όταν περνούσε το βέλος από πάνω του, είτε ήταν τέρμα ανοιχτό το αέριο και μόλις πέρασε από εκεί το αναμμένο βέλος, πυροδοτήθηκε. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο συγχρονισμός και η γωνία λήψης με την κάμερα, ήταν τέτοια, που τελικά κατάφερε να περάσει απαρατήρητη η αστοχία.

Νίκος Γκάλης – Ο μύθος του ελληνικού μπάσκετ και του ελληνικού αθλητισμού

  03/05/2009 | Σχολιασμός

«Αν εγώ είμαι ο γιος του Διαβόλου, τότε ο Γκάλης είναι ο ίδιος ο Διάβολος».
Ντράζεν Πέτροβιτς (παίκτης της εθνικής Γιουγκοσλαβίας και του NBA)

«O Nτράζεν είναι αδερφός μου, αλλά για καλύτερο αθλητή του 1987 ψήφισα τον Γκάλη».
Aλεξάντερ Πέτροβιτς (προπονητής)

«Ο Γκάλης είναι ο παίκτης του 21ου αιώνα. Του βγάζω το καπέλο».
Αλεξάντερ Γκομέλσκι (προπονητής της εθνικής ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης)

«Αν ο Γκάλης θέλει να βάλει καλάθι, θα το βάλει όποιος κι αν είναι ο αντίπαλος».
Άρβιντας Σαμπόνις (Λιθουανός παίκτης της εθνικής της Σοβιετικής Ένωσης και του NBA)

«Δεν περίμενα ότι θα υπήρχε ένας τόσο καλός επιθετικός παίχτης στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ελλάδα».
Μάικλ Τζόρνταν (ο μεγαλύτερος καλαθοσφαιριστής όλων των εποχών)

«Είδα τον Γκάλη να κάνει πράγματα, που δεν γινόταν ούτε στους Λέικερς και τους Σέλτικς».
Μπομπ Μάκαντου (παίχτης του ΝΒΑ και του ιταλικού πρωταθλήματος)

«Είπα στους παίκτες μου πως θα μαρκάραμε τους 4 παίκτες του Άρη και κάναμε τα σχέδια μας. Για τον Γκάλη κάναμε την προσευχή μας».
Bόιτσεκ Kραϊόφσκι (προπονητής της Λεχ Πόζναν)

«Ξέρω έναν τρόπο να σταματήσουμε τον Γκάλη: να τον κλειδώσουμε στο ξενοδοχείο!».
Pουντ Xαρεβάιν (προπονητής της Ολλανδίας)

Αυτά είναι ελάχιστα από τα εγκωμιαστικά σχόλια για τον Νίκο Γκάλη, τον άνθρωπο που άλλαξε τη μοίρα του μπάσκετ στην Ελλάδα, τον μπασκετμπολίστα που «νίκησε το νόμο της βαρύτητας», τον «γκάνκστερ» που έβαζε τη μπάλα στο καλάθι με κάθε τρόπο, αυτός που δίδαξε στο παρκέ ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο.

Στην ιστορία του αθλητισμού υπήρξαν πολλοί που μπορούν να φέρουν τον τίτλο του μεγάλου παίκτη, αλλά πόσοι από αυτούς μπορεί να θεωρηθούν ότι άλλαξαν την πορεία του αθλήματος τους θέτοντας νέα και αξεπέραστα στο χρόνο δεδομένα; Σε αυτή την κατηγορία ανήκει ο Νίκος Γκάλης, ένας αθλητής που σωματικά έμοιαζε με έναν συνηθισμένο άνθρωπο αλλά κατάφερε να διαπρέψει στο κατεξοχήν παιχνίδι των ψηλών (σχετικά κοντός, μιας και το ύψος του ήταν 1.83), αλλάζοντας καθοριστικά τον ρου της ιστορίας του, δημιουργώντας νέα πρότυπα όχι μόνο αθλητικά αλλά και κοινωνικά.

Ο Νίκος Γεωργαλής (όπως είναι το πραγματικό όνομα του Γκάλη), παιδί των φτωχών μεταναστών από τη Ρόδο, γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1957 στο Νιου Τζέρσεϊ της Νέας Υόρκης και ήταν το τελευταίο από τα 4 παιδιά του Γιώργου και την Στέλλας Γεωργαλή. Πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια παίζοντας μπάσκετ στις αλάνες της Νέας Υόρκης, έχοντας στο δωμάτιό του κρεμασμένη την αφίσα του ινδάλματός του και πολύ μεγάλου παίκτη της Νέας Υόρκης του Γουόλτ Φρέιζερ. Ο μικρός Νίκος είχε κλίση στον αθλητισμό και ασχολήθηκε αρχικά με το αμερικάνικο ποδόσφαιρο και στην συνέχεια με την πυγμαχία (κάτω και από την καθοδήγηση του τσαγκάρη πατέρα του που ήταν πυγμάχος στα νιάτα του).

Με προτροπή όμως της μητέρας του, που δεν άντεχε να τον βλέπει χτυπημένο και ματωμένο, στράφηκε στο μπάσκετ κάνοντας τα πρώτα του βήματα στο κολέγιο Seaton Hall. Εκεί δεν άργησε να δείξει το ταλέντο του στο σκοράρισμα και την περίοδο 1978-79, στο 4ο έτος των σπουδών του, αναδείχθηκε 3ος σκόρερ του NCAA με 27,5 πόντους μ.ο., πίσω μόνο από τους Μπέρντ και Μπάλντερ. Επόμενο βήμα το ΝΒΑ στο οποίο και επιλέχθηκε μόλις στον 4ο γύρο και το Νο 68 από τους Boston Celtics λόγω κάποιον ατυχιών, τραυματίστηκε στο πόδι και έμεινε εκτός αγωνιστικής δραστηριότητας για 2 εβδομάδες, και κυρίως της μικρής ενασχόλησης του μάνατζερ του Bill Manon που εκείνη την εποχή ήταν απασχολημένος με το μεγάλο του αστέρι την Νταιάνα Ρος που έκανε την πρώτη της προσπάθεια για σόλο καριέρα. Πάντως μετά από χρόνια, ο σπουδαίος προπονητής Νταν Πίτερσον που συνεργαζόταν με τους Σέλτικς τότε και είχε βάλει και αυτός την υπογραφή του προκειμένου να κοπεί ο Γκάλης, δήλωσε ότι «δυστυχώς είχαμε κάνει μεγάλο λάθος και τον αδικήσαμε».

Το καλοκαίρι του 1979 αφού έχει απορριφτεί από το NBA, ο 22χρονος, πλέον, Νίκος Γκάλης ψάχνει ένα μέρος να παίξει μπάσκετ. Η πρώτη ομάδα που μαθαίνει γι’ αυτόν είναι ο Παναθηναϊκός που όμως δεν καταφέρνει τίποτα αφού το μυαλό του Γκάλη είναι ακόμα στο NΒΑ. Αφού οι «πράσινοι» βλέπουν πως δεν καταφέρνουν τίποτα, παρατάνε τον Γκάλη με αποτέλεσμα λίγες εβδομάδες πριν την έναρξη του ελληνικού πρωταθλήματος να ενδιαφερθεί και ο Ολυμπιακός για την απόκτηση του, αλλά όπως και ο Π.Α.Ο. χωρίς επιτυχία. Αφού και οι Μουρούζης, Γιαντζόγλου του Ολυμπιακού απέτυχαν να φέρουν τον «Νικ» στην Ελλάδα φτάνει και η σειρά του Άρη. Ο γενικός γραμματέας της ΑΕΚ, Νίκος Βρεττάκος διαβάζει το όνομα του Γκάλη σε ένα ιταλικό περιοδικό και μιλάει σχετικά μ’ αυτόν με τον τότε πρόεδρο του Άρη Μενέλαο Χατζηγεωργίου. Αυτός στην συνέχεια εισηγείται την απόκτηση του στο διοικητικό συμβούλιο της ομάδας και μετά από ψηφοφορία (6-5 υπέρ της απόκτησης του) αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις. Όμως στην αρχή και αυτές, όπως και του Π.Α.Ο. και Ολυμπιακού, δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα μέχρι την στιγμή που δυο παράγοντες του Άρη, οι Αλέκος Μιχαηλίδης και ο έφορος της ομάδος, Γιώργος Τσιλιγγαρίδης αποφασίζουν να ενεργήσουν διαφορετικά
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Ελληνικό ποδόσφαιρο – Η αποθέωση του τίποτα

  03/05/2009 | Σχολιασμός

Ήμουν πιτσιρικάς, όταν στην δεκαετία του ’80, θυμάμαι ότι κρατική τηλεόραση, έδειχνε παιχνίδια του αγγλικού πρωταθλήματος. Μονότονο βέβαια, με τις σέντρες (χαρακτηριστικό γνώρισμα του αγγλικού ποδοσφαίρου), αλλά παράλληλα και συναρπαστικό, με αγώνες γεμάτους θέαμα, ένταση και διακυμάνσεις. Αξέχαστες φυσικά και οι εμπειρίες από τους αγώνες των Παγκοσμίων Κυπέλλων, με μυθικά ονόματα και παίκτες κλάσεως (τι να θυμηθούμε; Πλατινί, Σόκρατες, Μαραντόνα, την καταπληκτική σοβιετική ομάδα του ΄86;). Την ίδια εποχή, δεν υπήρχε η πολυτέλεια της παρακολούθησης στην ελληνική τηλεόραση των αγώνων του ελληνικού πρωταθλήματος κι έτσι όσοι ήταν από επαρχία (όπως ο γράφων), ενημερώνονταν για τα ινδάλματά τους, μέσα από τις εφημερίδες και τις αθλητικές εκπομπές. Η φαντασία μου οργίαζε όταν διάβαζα το ΦΩΣ (Ολυμπιακός γαρ) βαρύγδουπους τίτλους, όπως: «Αγγλία ο Ολυμπιακός. Σκόρπισε την τάδε ομάδα», «Παιχταράς και ηγέτης ο Χόρχε Μπάριος. Μια ομάδα μόνος του» κ.ά. Παράλληλα, ανάλογοι ήταν και οι τίτλοι των οπαδικών εφημερίδων των άλλων ομάδων. Μέχρι τότε κι έχοντας στη μνήμη μου, τα παιχνίδια του αγγλικού πρωταθλήματος και των Παγκοσμίων Κυπέλλων, απογοητευόμουν από όσα παιχνίδια του ελληνικού πρωταθλήματος είχα δει στην τηλεόραση (μετά κόπων και βασάνων, αραιά και που, έδειχναν κάποιο «ντέρμπι», αφού φυσικά είχαν πουληθεί όλα τα εισιτήρια). Άτεχνο παιχνίδι, με τη λογική του «γιούργια στα παλιούρια» κι ότι κάτσει, γεμάτο κλωτσιές και ανατροπές, συνεχή σφυρίγματα και γενικώς ένα ανούσιο και βαρετό πράμα. Αλλά έλεγα, θα έτυχε, «ντέρμπι» είναι κι όσο να ‘ναι οι βαθμοί έχουν περισσότερη σημασία από το θέαμα (έτσι μας έλεγαν άλλωστε και οι «ειδήμονες»). Από την άλλη όμως ήταν και η «Αθλητική Κυριακή» που σου έβαζε μαζεμένα τα καλύτερα (δηλαδή 2-3 φάσεις της προκοπής σε 90′ αγώνα) και κάπου ξεγελιόσουν, διατηρώντας την αμφιβολία για το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου και των Ελλήνων παικτών.

Όταν άρχισε να εκπέμπει και η ιδιωτική τηλεόραση και το ελληνικό πρωτάθλημα μπήκε για τα καλά στα σπίτια όλων των Ελλήνων, οι μάσκες πλέον έπεσαν και η γύμνια του ελληνικού ποδοσφαίρου, φάνηκε σε όλο της το μεγαλείο. Επαναλαμβανόμενη σύμπτωση, παύει να είναι σύμπτωση. Το εξοργιστικό όμως με την γύμνια του ελληνικού ποδοσφαίρου, δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η γύμνια του, αλλά το πως συντηρούσαν και επένδυαν πάνω σε αυτό, οι διάφοροι επαγγελματίες του χώρου που αποθέωναν το τίποτα και δημιουργούσαν συνθήκες άκρατου φανατισμού, για ιδιοτελείς κερδοσκοπικούς σκοπούς. Θα επανέλθω σε έναν τίτλο της εφημερίδας ΦΩΣ (που δεν τον ανέφερα τυχαία και μου έχει σφηνωθεί από τότε στο μυαλό): «Παιχταράς και ηγέτης ο Χόρχε Μπάριος. Μια ομάδα μόνος του». Όσοι θυμούνται τον συγκεκριμένο Ουρουγουανό παίκτη του Ολυμπιακού, θα θυμούνται ότι είχε έρθει στην ομάδα σαν «δεκάρι», δηλαδή ηγέτης και πιο λαϊκά σαν παίκτης «γαμάω και δέρνω». Τέτοιες προσδοκίες τουλάχιστον είχαν δημιουργήσει οι οπαδικές εφημερίδες του Ολυμπιακού στους οπαδούς της ομάδας (φανατικούς και μη). Ο Μπάριος ήρθε τελικά στον Ολυμπιακό και σύντομα διαπιστώθηκε ότι ήταν «μάπα το καρπούζι». Ήταν μάπα, όχι γιατί ήταν άσχημος παίκτης ο Ουρουγουανός, αλλά γιατί δεν ήταν αυτός ο παικταράς που παρουσίαζαν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι εφημερίδες. Με λίγα λόγια, δεν ήταν το «δεκάρι», δηλαδή ο «θεός», αλλά ένας παίκτης «ρολίστας», που σαν κι αυτόν υπήρχαν ένα σωρό στην υποανάπτυκτη ποδοσφαιρικά Ελλάδα. Οι οπαδικές (και φυσικά καθοδηγούμενες) εφημερίδες όμως, ακόμα κι όταν τα φαντασιόπληκτα ψεύδη με τα οποία βομβάρδιζαν τα διψασμένα μυαλά των οπαδών, αποδείχτηκαν μπούρδες, δεν έκαναν πίσω. Επέμεναν ότι ο Μπάριος είναι «παιχταράς», προσπαθώντας μάλλον, να ενεργοποιήσουν την λειτουργία της αυθυποβολής στον εγκέφαλο των σαστισμένων «γαύρων». Ο συγκεκριμένος τίτλος του Φωτός απ’ ότι θυμάμαι μάλιστα, δεν ήταν από κάποιο επίσημο παιχνίδι του Ολυμπιακού, αλλά από φιλικό-προπόνηση με την ομάδα της Τραχανοπλαγιάς.

Βεβαίως, η αποθέωση του τίποτα, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα με τους επαγγελματίες κράχτες να χρεώνουν με 090 την καύλα του κάθε οπαδού, ενώ εξακολουθούμε ν’ ακούμε τις παπάρες τύπου «το παιχνίδι του αιώνα», «ποδόσφαιρο διεθνούς επιπέδου», «παίκτης από άλλο πλανήτη» και δεν συμμαζεύεται. Αν έχουν την εντύπωση κάποιοι ότι ο κόσμος δεν πάει στα γήπεδα, μόνο λόγω βίας ή ακριβών εισιτηρίων, μάλλον αυταπατάται. Ο εκλεκτικός φίλαθλος (κι όχι μόνο οπαδός), δεν πάει γιατί πολύ απλά δεν έχει κάτι να δει, κάτι να τον συγκινήσει. Έχει ξυπνήσει και δεν φανατίζεται τόσο εύκολα πλέον, με τις ποιητικές και εύπεπτες μπούρδες των αθλητικογράφων. Έχουν εκλείψει άλλωστε και οι παίκτες που από μόνοι τους ήταν ένας καλός λόγος να πας στο γήπεδο, όπως ο Βασίλης Χατζηπαναγής. Ο κόσμος έχει μάτια και βλέπει. Βλέπει το ποδόσφαιρο που παίζεται στο εξωτερικό και συγκρίνει και η σύγκριση είναι απογοητευτική. Σχεδόν, όλοι όσοι Έλληνες παίκτες αγωνίστηκαν στο εξωτερικό ήταν για κλάματα ή τίποτα το ιδιαίτερο, ασχέτως αν εδώ οι εφημερίδες, ελέω πατριωτισμού, φρόντιζαν να ωραιοποιούν την έξωθεν παρουσία τους. Και η παρουσία των Ελλήνων ποδοσφαιριστών σε αξιόλογα πρωταθλήματα (ελέω της σπόντας του 2004), είτε το θέλουμε είτε όχι, φανερώνει το τεράστιο χάσμα που υπάρχει και εξακολουθεί να υφίσταται στο ποδοσφαιρικό επίπεδο ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ελλάδα.

Καταλήγοντας: Όχι άλλο κάρβουνο…

Βασίλης Χατζηπαναγής – Ο μάγος της μπάλας

  06/03/2009 | Σχολιασμός

Ξημερώματα Σαββάτου 22 Νοεμβρίου 1975. Για πρώτη φορά πατάει το πόδια του σε ελληνικό έδαφος, ο ποδοσφαιριστής που αναγνωρίστηκε από το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων ποδοσφαιρόφιλων, ανεξαρτήτως συλλογικής προτίμησης, ως μεγαλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε ποτέ στα γήπεδα της Ελλάδος: Ο Βασίλης Χατζηπαναγής. Στις 2.00 το πρωί στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης ακούστηκε για πρώτη φορά το: «Βασίλη καλωσόρισες»…

Ο Βασίλης Χατζηπαναγής, γόνος ελληνικής οικογένειας της -τότε- Σοβιετικής Ένωσης, κατέπληξε τους Έλληνες φιλάθλους με την απαράμιλλη τεχνική του, τις δεκαετίες του 70 και του 80. Οι φίλαθλοι μάλιστα, πολλές φορές, ανεξάρτητα με τη συλλογική τους προτίμηση, γέμιζαν τα γήπεδα ακόμη και σε σχετικά αδιάφορα εντός και εκτός έδρας παιχνίδια της ομάδας του, του Ηρακλή, μόνο και μόνο για να απολαύσουν τις περίτεχνες ενέργειές του. Ο «Βάσια» (Βασίλης στα ρωσικά) «κέρδισε» το προσωνύμιο «Νουρέγιεφ», με το οποίο δημοσιογράφοι και φίλαθλοι εξήραν το βιρτουόζικο στιλ του. Χαρακτηρίστηκε (φυσικά καθ’ υπερβολήν) ως ο μοναδικός παίκτης στον κόσμο που μπορούσε να ντριπλάρει ακόμα και τον εαυτό του, ή που μπορούσε να ντριπλάρει και μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο. Ο αδιαμφισβήτητα θεαματικότερος ποδοσφαιριστής που έχει αγωνιστεί ποτέ στα ποδοσφαιρικά γήπεδα της Ελλάδας αγωνίστηκε σχεδόν σε όλη την καριέρα του στον «Γηραιό» και αγαπήθηκε όσο λίγοι, όχι μόνο από τους φίλους του συλλόγου του. Ο Χατζηπαναγής ήταν ο μοναδικός ίσως Έλληνας ποδοσφαιριστής, που κέρδισε (επάξια) τον σεβασμό και τον θαυμασμό, ακόμα κι αυτών των «σκληροπυρηνικών» οπαδών των ελληνικών συλλόγων.

Ο Βασίλης Χατζηπαναγής γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1954 στην Τασκένδη της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν, από Έλληνες γονείς, οι οποίοι βρέθηκαν εκεί ως πολιτικοί πρόσφυγες. Πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο στη Δυναμό Τασκένδης σε ηλικία δώδεκα ετών. Πέρασε από όλα τα τμήματα υποδομής του Συλλόγου (Παιδικό, Εφηβικό Α’, Εφηβικό Β’, Νεολαίας και Ανδρών). Πήρε μέρος ακόμη σε δύο Πανενωσιακά πρωταθλήματα Παίδων που διεξήχθησαν για την ανεύρεση ταλέντων. Φοίτησε για επτά μήνες στην Ποδοσφαιρική Σχολή Νεολαίας και με την έναρξη της ποδοσφαιρικής περιόδου του 1972 εντάχθηκε στο δυναμικό της Παχτακόρ Τασκένδης, η οποία ήταν η ομάδα των βαμβακοπαραγωγών και μια από τις πιο πλούσιες ομάδες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Οι υπεύθυνοι του συλλόγου διέκριναν αμέσως την «φλέβα χρυσού» που χτύπησαν, υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Για να παίξει ο 17χρονος Βασίλης Χατζηπαναγής στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης, θα έπρεπε να λάβει πρώτα την σοβιετική υπηκοότητα. Έτσι, μετά από αρκετές πιέσεις, οι γονείς του Χατζηπαναγή, έδωσαν την έγκριση για την ικανοποίηση του αιτήματος. Ο Χατζηπαναγής αγωνίστηκε με τα χρώματα της Παχτακόρ μέχρι το 1975. Σε ηλικία λοιπόν, των 17 ετών έκανε το ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα και σύντομα κλήθηκε και στην εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης κάτω των 19 ετών (Εθνική Ελπίδων). Με τα χρώματα της Εθνικής Ελπίδων αγωνίστηκε 10 φορές, με την Ολυμπιακή ομάδα καθώς και με την εθνική Ανδρών περισσότερο από 15 φορές και στις δύο). Μάλιστα, η ποδοσφαιρική ομάδα με το Βασίλη Χατζηπαναγή στη σύνθεσή της είχε προκριθεί στην τελική φάση, στην οποία θα αγωνιζόταν σίγουρα ο Βάσια, αν φυσικά δεν προτιμούσε την Ελλάδα και τον Ηρακλή! Κι αυτό, γιατί δεν χρειάστηκε μεγάλο διάστημα, ώστε να γίνει ευρέως γνωστό το ταλέντο του, ακόμα και στην Ελλάδα.

Έτσι, παρά τα επαινετικά λόγια του τότε προπονητή της Σοβιετικής Ένωσης, Κονσταντίν Μπέσκοφ, που είπε πως
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

8 Φεβρουαρίου 1981 – Η τραγωδία της Θύρας 7 στο στάδιο Καραϊσκάκη

  09/11/2008 | Σχολιασμός

Εισιτήριο της 8ης Φεβρουαρίου 1981 του αγώνα Ολυμπιακός-ΑΕΚΚυριακή, 8 Φεβρουαρίου 1981, ώρα 20:50. Τα τηλεοπτικά δίκτυα της χώρας διακόπτουν το πρόγραμμα και όλοι αναρωτιούνται τι να έχει συμβεί. Δεν είναι απόλυτο, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο. Στην ιστορία της τηλεόρασης, οι διακοπές προγράμματος στη συντριπτική πλειοψηφία δεν είναι για καλό. Δυστυχώς, η αδηφάγα στατιστική δεν έκανε λάθος…

Η 20η αγωνιστική του πρωταθλήματος του 1981, περιλαμβάνει το ντέρμπι ανάμεσα στον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ στο γήπεδο Καραϊσκάκη και οι ποδοσφαιρόφιλοι περιμένουν να θαυμάσουν τα μεγάλους άσους των δύο ομάδων. Σαργκάνης, Νοβοσέλατς, Νικολούδης, Αναστόπουλος, Γαλάκος, Οικονομόπουλος, Αρδίζογλου, Μπάγεβιτς, Μαύρος, είναι μερικοί από τους λόγους που το Καραϊσκάκη έχει αρχίσει να δέχεται τον κόσμο από τις 12:00, ενώ η έναρξη του αγώνα είναι προγραμματισμένη για τις 15:15.

Εισιτήρια; Ούτε για δείγμα! Οι 35.450 που είχαν εξασφαλίσει το «μαγικό χαρτάκι», χιλιάδες ακόμη που είχαν εξασφαλίσει είσοδο με διάφορους τρόπους κι όσοι βρίσκονταν έξω από το γήπεδο Καραϊσκάκη, αδημονούσαν για το εναρκτήριο σφύριγμα του διαιτητή. Οι πιο άτυχοι είχαν στήσει το αυτί στο ραδιόφωνο, από όπου άκουγαν τα πρώτα νέα.

Το σκηνικό είναι ιδανικό για μια όμορφη ποδοσφαιρική ημέρα. Ο καιρός ήταν πολύ καλός και φαινόταν να έχει τις καλύτερες διαθέσεις για το ντέρμπι. Μεγάλη πλάνη. Ο αγώνας αρχίζει και ο Ολυμπιακός δείχνει να θέλει πολύ τη νίκη και καθώς περνάει ο χρόνος, οι «ερυθρόλευκοι» επιβάλλουν το ρυθμό τους και οδεύουν προς τη νίκη. Τα γκολ μπαίνουν το ένα μετά το άλλο, όπως και τα λεπτά κυλούν. Φαίνεται, βιαζόντουσαν η κάποια μοίρα τα έσπρωχνε όλο και πιο έντονα. Οι Γαλάκος (τρις), Κουσουλάκης, Ορφανός και Βαμβακούλας δίνουν απέραντη χαρά στους οπαδούς τους, «σκορπίζοντας» την ΑΕΚ με 6-0. Ο πίνακας του γηπέδου δείχνει 84’ στο τελευταίο γκολ του Ολυμπιακού με τον Νίκο Βαμβακούλα.

Η ώρα για τους πανηγυρισμούς πλησίασε, αλλά κάποιοι βιάζονται και θέλουν να τρέξουν στα είδωλά τους και ο κόσμος από την ΘΥΡΑ 7 προσπαθεί να μετακινηθεί προς τη ΘΥΡΑ 1. Το πλήθος παραληρεί. Συνθήματα θριάμβου ηχούν στο «Καραϊσκάκη», αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Οι νικητές πρέπει να γίνουν ένα με το κοινό τους. Να πανηγυρίσουν όλοι μαζί αυτό το κατόρθωμα. Το πιο ζωντανό κομμάτι των φιλάθλων του Ολυμπιακού βρισκόταν στη Θύρα 7. Οι περισσότεροι έτρεξαν ώστε να φτάσουν στην Θύρα 1 και να αντικρίσουν από κοντά τους ήρωες ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού.

Κάπου εδώ πλέον, αρχίζει να διαδραματίζεται το χρονικό της τραγωδίας:
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

 
Εναλλαγή σε εμφάνιση φορητής συσκευής