Πάρε-Δώσε

Ιστοχώρος ποικίλης ύλης
Ελληνική σημαία Πάρε-Δώσε

Αρχεία της κατηγορίας «Παροιμιώδεις εκφράσεις»

Η προέλευση γνωστών φράσεων και λέξεων.

Τί είναι ο αγλέουρας; (Έφαγε τον αγλέουρα)

  18/09/2009 | Σχολιασμός

Αγλέουρας (ελλέβορος ο κυκλόφυλλος)Ο αγλέουρας (συναντάται και ως «αγλέορας», «αγκλέορας» και «αγκλέουρας») είναι δηλητηριώδες φυτό και ετυμολογικά αποτελεί παραφθορά τού αρχαιοελληνικού «ελλέβορος» (ελλέβορος => ελλέβορας => αλλέβουρας => αλλέουρας => αγλέουρας) που αποτελεί και την επιστημονική του ονομασία (στην καθομιλουμένη λέγεται «γαλατσίδα», ενώ άλλες κοινές ονομασίες του είναι «σκάρφι», «κάρπη», «καρπί» κ.ά). Από τα ένδεκα είδη ελλέβορου που υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη, στην Ελλάδα φυτρώνει μόνο ο «ελλέβορος ο κυκλόφυλλος» (Helleborus cyclophyllus). Τον βρίσκουμε στα ξέφωτα των ορεινών δασών, τα άνθη του έχουν χρώμα ανοιχτό κιτρινοπράσινο και εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη, μετά το λιώσιμο των χιονιών. Ο ελλέβορος είναι φυτό ποώδες και πολυετές, έχει ελάχιστα φύλλα, αλλά βγάζει ωραιότατα λουλούδια.

Όπως τα περισσότερα δηλητήρια, χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, αν και σήμερα έχει περιορισμένη χρήση. Το έδιναν οι πρακτικοί γιατροί (σε σκόνη ή επίθεμα) για δερματικές παθήσεις, επιληψία, μελαγχολία και για…μανιακές καταστάσεις. Τη χρήση του για τις τελευταίες αυτές περιπτώσεις, την είχαν επινοήσει και οι αρχαίοι Έλληνες. Λένε μάλιστα, πως ο ποιμένας και μάντης Μελάμπους (Μαυροπόδης) παρατήρησε ότι οι κατσίκες του, που έτρωγαν από αυτό το φυτό, γινόντουσαν πολύ ήσυχες. Το περίεργο σ’ αυτήν την ιστορία είναι, πως ο Μελάμπους τόλμησε να χρησιμοποιήσει το φυτό και στην κόρη του Πρωτέα, που έπασχε από μανία αθεράπευτη και το αποτέλεσμα ήταν να γίνει καλά. Από τότε, μάλιστα, έμεινε στους αρχαίους η φράση: «δείται ελλεβόρoυ», δηλαδή κάτι παρόμοιο με το δικό μας: «είναι για δέσιμο». Με το φυτό αυτό, σύμφωνα με τον μύθο, ο Μελάμπους θεράπευσε και τις κόρες του βασιλιά του Άργους Προίτου (Προιτίδες), που είχαν πάθει παράκρουση και νόμιζαν πως ήταν αγελάδες (μοσχίδες) και στη συνέχεια πήρε για σύντροφό του μια από αυτές. Oι πηγές μάς πληροφορούν ότι οι αρχαίοι ρήτορες έτρωγαν μικρές ποσότητες του φυτού για την τόνωση της μνήμης τους κατά τη διάρκεια της ομιλίας τους, εξ ου και η έκφραση «ελλεβορίζειν».

Ο ελλέβορος έχει πικρή και στυφή γεύση, ενώ και μόνο η οσμή του μπορεί να προκαλέσει ναυτία και δυσφορία. Σε μεγάλη δόση προκαλεί εμετό, διάρροια, πόνους στα πεπτικά όργανα, παράλυση και τελικά τον θάνατο.

Η παροιμιώδης έκφραση «έφαγε τον αγλέουρα», πιστεύεται ότι προέκυψε λόγω της σχετικής δυσφορίας που προκαλείται μετά από την υπερβολική κατανάλωση φαγητού, παρόμοιας δηλαδή μ’ αυτής που προκαλείται απ’ την χρήση του αγλέουρα. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο συσχετισμός αυτός προέρχεται από την συνήθεια των Βυζαντινών να κάνουν χρήση του αγλέουρα για να προκαλέσουν εμετό και να ξαλαφρώσουν το στομάχι από το πολύ φαγητό.

Πηγές
Λεξικό της λαϊκής σοφίας (Τάκης Νατσούλης) | kathimerini.gr | livepedia.gr | geocities.com/mikromesaios

Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώσετε

  12/09/2009 | Σχολιασμός

Οι Φράγκοι, που είχαν υποδουλώσει άλλοτε την Ελλάδα, έκαναν τόσα μαρτύρια στούς κατοίκους, ώστε οι Έλληνες τούς βάφτισαν «Σκυλόφραγκους». Ό,τι είχαν και δεν είχαν, τούς το έπαιρναν, κυρίως όμως ενδιαφερόντουσαν για το αλεύρι, που τούς ήταν απαραίτητο για να φτιάχνουν ψωμί.

Κάποτε σ’ ένα χωριουδάκι της Πάτρας μπήκαν μερικοί στρατιώτες σ’ ένα μύλο και απαίτησαν από τον μυλωνά να τους αλέσει όλο το σιτάρι που υπήρχε εκεί, με την υπόσχεση ότι θα τού πλήρωναν τ’ αλεστικά. Ο μυλωνάς ονομαζόταν Γιάννης Ζήσιμος, κι ήταν γνωστός για την παλικαριά του και την εξυπνάδα του. Όταν είδε τους Φράγκους να θέλουν να τού αρπάξουν το βιος του με το έτσι το θέλω, φούντωσε ολόκληρος. Συγκρατήθηκε, όμως, και δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορεί μόνος του ν’ αλέσει τόσες οκάδες σιτάρι. Οι στρατιώτες τού είπαν τότε ότι θα τον βοηθούσαν αυτοί. Ο Ζήσιμος τούς πέρασε στον μύλο και τούς είπε δήθεν ευγενικά: «Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε». Ύστερα τούς κλείδωσε μέσα κι έβαλε φωτιά στο μύλο. Εκεί τούς έκαψε όλους σαν ποντίκια κι αυτός εξαφανίστηκε.

Από τότε έμεινε ο λόγος σαν παροιμιώδης έκφραση, αν και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως το πρώτο μισό της φράσης (μπάτε σκύλοι) για να δηλώσει το «ξέφραγο αμπέλι».

Του έψησε το ψάρι στα χείλη

  08/09/2009 | Σχολιασμός

Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξίδι, μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά. Στα μοναστήρια, όμως, ήταν ακόμη πιο αυστηρά, αν και πολλοί καλόγεροι, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο τη νηστεία, έκαναν πολλές κρυφές…αμαρτίες κι έτρωγαν αβγά ή έπιναν γάλα. Αν τύχαινε, όμως, κανένας απ’ αυτούς να πέσει στην αντίληψη των άλλων -ότι είχε σπάσει δηλαδή τη νηστεία του- καταγγελλόταν αμέσως στο ηγουμενοσυμβούλιο και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές.

Κάποτε λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Το αμάρτημά του θεωρήθηκε φοβερό. Το ηγουμενοσυμβούλιο τον καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να…ψηθεί! Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε τρομερούς πόνους. Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή «Του έψησε το ψάρι στα χείλη».

Χαμαιτυπείον

  07/09/2009 | Σχολιασμός

«Χαμαιτυπείον» σημαίνει το πορνείο ή το κακόφημο μέρος. Ετυμολογείται από το «χαμαί» (χάμω, κάτω) και «τύπος» ή «τύπωση». Δηλαδή αυτό που τυπώνεται χάμω.
Στην αρχαία Κόρινθο ο εταιρισμός (πορνεία) βρισκότανε στην άνθησή του. Οι εταίρες (πόρνες), στολισμένες με χρυσές ζώνες, για να ξεχωρίζουν από τις τίμιες γυναίκες, φορούσαν ειδικά σανδάλια, που στις σόλες τους ήταν σκαλισμένη η λέξη «ΕΠΟΥ» (=ΑΚΟΛΟΥΘΑ). Έτσι, όταν πατούσαν στη μαλακιά γη, αποτυπώνονταν η λέξη και φυσικά σι θαυμαστές δε δίσταζαν στην πρόσκληση. Ακολουθούσαν τις ιέρειες αυτές του έρωτα σε κάτι μικρά σπιτάκια κοντά στο λιμάνι. Αυτά ήταν τα «χαμαιτυπεία», που πήραν το όνομά τους από την ιδιόρρυθμη επινόηση των εταίρων (οι οποίες λόγω αυτού ονομάζονταν και «χαμαίτυπες») να διατυπώνουν έτσι την πρόσκλησή τους.

Τί σχέση έχει ο Φάντης με το ρετσινόλαδο;

  29/08/2009 | Σχολιασμός

Κάποτε, στην ευτυχισμένη εποχή της Ζακύνθου, όταν η αριστοκρατία έδινε τις περίφημες εκείνες βεγγέρες της, στο σπίτι ενός Ζακυνθινού άρχοντα -που κανείς δεν αναφέρει το όνομά του- σύχναζαν δύο περίφημοι τύποι: ένας φαρμακοποιός και ένας ανώτερος υπάλληλος τραπέζης, που διαρκώς βρίσκονταν στα μαχαίρια, εξαιτίας της τράπουλας. Έτσι, ο Ζακυνθινός άρχοντας τούς προσκαλούσε συχνά στις βεγγέρες του, μόνο και μόνο για να διασκεδάσει τόσο αυτός, όσο και η συντροφιά του.

Ο τραπεζικός έχανε διαρκώς, ενώ ο φαρμακοποιός κέρδιζε πάντα. Ένα βράδυ, όμως, άλλαξε η τύχη του πρώτου και ήρθε η σειρά του να ξετινάξει τον δεύτερο. Του πήρε, λοιπόν, όλα τα χρήματα που κρατούσε κι έμεινε κι ένα μικρό χρέος.

Την επομένη του παιχνιδιού, ο τραπεζικός αισθάνθηκε κάποια στομαχική ανωμαλία και ο γιατρός τον συμβούλεψε, να πάρει λίγο καθαρτικό. Πήγε, λοιπόν, στον…άσπονδο φίλο του φαρμακοποιό, να του εκτελέσει τη συνταγή. Ο τραπεζικός υπάλληλος, όμως, μόλις πήρε το ρετσινόλαδο, αντί να τον πληρώσει, του είπε ότι μ’ αυτό…πατσίζανε εκείνα που του χρωστούσε από τα χαρτιά.

-Τι σχέση έχει ο Φάντης* με το ρετσινόλαδο; του είπε τότε ο φαρμακοποιός. Το χαρτί, χαρτί και η δουλειά, δουλειά, τζογούλα μου!…

* Φάντης, είναι ο Βαλές.

 
Εναλλαγή σε εμφάνιση φορητής συσκευής