Πάρε-Δώσε

Ιστοχώρος ποικίλης ύλης
Ελληνική σημαία Πάρε-Δώσε

Αρχεία της κατηγορίας «Παροιμιώδεις εκφράσεις»

Η προέλευση γνωστών φράσεων και λέξεων.

Και οι τοίχοι έχουν αφτιά

  26/08/2009 | Σχολιασμός

Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως τον Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων, ήταν κυρίως τα τείχη που την κύκλωναν. Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα. Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόθουλος -ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά-, ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα τον Σγουρό.

Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος οπό τους Φράγκους κλείστηκε στην Ακροκόρινθο, ο Ναρσής τού πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό. Το χτίσιμό του κράτησε
ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι πως ήταν απόρθητο. Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν, χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, το οποία χρησίμευαν για φυλακές. Όταν κανείς,λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από ‘κει ψηλά μπορούσε ν’ ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, ας πούμε, ένα είδος…ακουστικών…της εποχής του. Τότε όμως τα έλεγαν «ωτία».

Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε ακόμα, στην όπερα του Μπετόβεν «Φιντέλιο». Εκεί υπάρχει το τραγούδι των φυλακισμένων που τελειώνει με τη φράση: «Έχουν και οι τοίχοι αφτιά».

Η φράση αυτή έμεινε παροιμιώδης από το εξής περιστατικό: Σ’ ένα από τα μουσικά απογευματινά που έδινε η βασίλισσα Αμαλία, σύζυγος του Όθωνα, έπαιξε πιάνο και τραγούδησε η ανηψιά του Κωλέττη, που είχε σπουδάσει στην Ευρώπη. Τελειώνοντας, λοιπόν, το τραγούδι με τη φράση: «έχουνε και οι τοίχοι αφτιά», οι αντιοθωνικοί βρήκαν την ευκαιρία να διαδώσουν τη φράση αυτή σαν σύνθημα, λέγοντας, συγχρόνως, να φυλάγονται από τους κατασκόπους των Βαυαρών.

Μας άλλαξαν τα φώτα

  04/08/2009 | Σχολιασμός

Μια παράξενη συνήθεια στην Αγγλία ήταν να κατραμώνουν τους λαθρέμπορους. Τους κρεμούσαν στις ακτές της θάλασσας, τους άλειβαν με πίσσα και τους άφηναν εκεί να αιωρούνται βδομάδες, μήνες και χρόνια, καμιά φορά. Έβαζαν δε τις κρεμάλες σε απόσταση πάνω στους βράχους της παραλίας. Αυτή η απάνθρωπη συνήθειο κράτησε ως τα τελευταία, σχεδόν, χρόνια. Στα 1822, έβλεπε κανείς στον πύργο του Δούβρου τρεις τέτοιους κρεμασμένους. Η Αγγλία έκανε τα ίδια με τους κλέφτες, τους εμπρηστές και τους δολοφόνους. Ο Τζον Πέιvτερ, που έβαλε φωτιά στα ναυτομάγαζα του Πόρτσμουθ, κρεμάστηκε και κατραμώθηκε στα 1776. Ο αβάς Κόγερ τον ξαναείδε στα 1777. Ο Πέιντερ ήταν αλυσοδεμένος και κρεμασμένος πάνω από τα ερείπια που είχε προξενήσει ο ίδιος, τον φρεσκοπίσσωναν δε από καιρό σε καιρό, για να διατηρείται. Τέλος, τον αντικατέστησαν ύστερα από τέσσερα χρόνια.

Με τον ίδιο τρόπο αι Βυζαντινοί τιμωρούσαν πολλούς εγκληματίες, που έκαναν, όμως και χρέη φαναριών!
Τους έβαζαν, δηλαδή, φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται σαν λαμπάδες. Και φαίνεται πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα, όμως, τους αντικατέστησαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί ωστόσο, που ήθελαν να καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: «Μας άλλαξαν τα φώτα».

Μάλτα γιοκ!

  03/08/2009 | Σχολιασμός

ΜάλταΌταν θέλουμε να ειρωνευτούμε τους Τούρκους για διάφορες αδυναμίες τους, συνηθίζουμε να λέμε τη φράση «Μάλτα γιοκ», που θα πει στα τούρκικα «Μάλτα δεν υπάρχει».
Η φράση αυτή που κατάντησε διεθνής, βγήκε από την εποχή που κάποιος Τούρκος πλοίαρχος ταξίδευε, με εντολή να πάει στη Μάλτα (νησιωτικό κράτος της Μεσογείου νοτίως της Σικελίας), και δεν μπορούσε να τη βρει ούτε στο χάρτη.

Τι είχε συμβεί; (σύμφωνα με τους Τούρκους).
Όταν βρέθηκε στην ανάγκη να χαράξει πορεία στον χάρτη, ο Τούρκος πλοίαρχος πήγε στο δωμάτιο χαρτών, όπου πριν ο καμαρότος του είχε σερβίρει καφέ. Την ώρα που έπινε τον καφέ του, μετακινήθηκε το φλιτζάνι πάνω στον χάρτη και κάλυψε τη Μάλτα (ΤΙ διαβολική σύμπτωση!).

Αφού μάταια έψαξε ο κυβερνήτης για να βρει το νησί, τελικά απελπίστηκε και έστειλε μήνυμα στην Τουρκία, γράφοντας: «Μάλτα γιοκ».

Σημείωση: Το περιστατικό αποδίδεται συνήθως στον Τούρκο ναύαρχο και χαρτογράφο Πίρι Ρέις, κάτι τέτοιο όμως δεν πρέπει να ευσταθεί, ενώ κατ’ άλλους, τέτοιο περιστατικό δεν συνέβη ποτέ, καθώς οι Τούρκοι βεβαίως και γνώριζαν που βρίσκεται η Μάλτα, αλλά λόγω της αδυναμίας τους να την καταλάβουν, εικάζεται πως προέκυψε η φράση αυτή.
Οι Μαλτέζοι με τη σειρά τους, αναφέρουν και επιμένουν ότι τη φράση αυτή την είπε ο Μπαρμπαρόσα. Πριν πάνε στην Μάλτα οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Gozo το δεύτερο σε έκταση νησί, συνέλαβαν τούς κατοίκους του και τούς πούλησαν δούλους στα σκλαβοπάζαρα τής Ανατολής. Τότε ο Jean Batiste de la Vallete αποφάσισε να πολεμήσει μέχρις εσχάτων τούς Τούρκους. Κάλεσε σε βοήθεια τη Γαλλία και με τη βοήθεια τού καθολικού κόσμου ρίχτηκε ακάθεκτος κατά τών Τούρκων με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να πάθουν πανωλεθρία και να καταστραφεί όλος ο στόλος τους κι όσοι έμειναν τράπησαν σε φυγή μαζί με τον ναύαρχό τους Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Όταν ο Μπαρμπαρόσα πήγε στον Σουλτάνο να αναφέρει το γεγονός και ο Σουλτάνος τον ρώτησε αν κατέλαβε τη Μάλτα, αυτόν τόν μικρό βράχο. Ο Μπαρμπαρόσα απάντησε «Μάλτα γιοκ». Όταν ο Σουλτάνος τον ρώτησε γιατί δεν την κυρίευσε τη Μάλτα, ο Μπαρμπαρόσα απάντησε «Δεν την βρήκα».

Μάλλιασε η γλώσσα μου

  31/07/2009 | Σχολιασμός

Στη Βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο. Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο, που ήταν υποχρεωμένος, με το μάσημα, να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα το στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή όπως είναι τα μαλλιά.

Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδη έκφραση «μάλλιασε η γλώσσα μου», που τη λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον και του το λέμε πολλές φορές.

Καβάλησε το καλάμι

  29/07/2009 | Σχολιασμός

Η παροιμιώδης έκφραση «καβάλησε το καλάμι», πιθανότατα προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες την έλεγαν, για να πειράξουν τον βασιλιά Αγησίλαο.
Και να η ιστορία: Ο Αγησίλαος αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά του. Λέγεται ότι, όταν αυτά ήταν μικρά, έπαιζε μαζί τους μέσα στο σπίτι, καβαλώντας, σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα όμως, τον είδε ένας φίλος του σ’ αυτή τη στάση. Ο Aγησίλαoς τον παρακάλεσε να μην κάνει λόγο σε κανέναν, πριν γίνει κι αυτός πατέρας και νιώσει τι θα πει να παίζεις με τα παιδιά σου. Αλλά εκείνος δεν κράτησε το λόγο του και το είπε και σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά σιγά ο λόγος σε όλους και να φτάσει στις μέρες μας και το λέμε, όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλό του αέρα.

 
Εναλλαγή σε εμφάνιση φορητής συσκευής